
Αγορά: https://bit.ly/33AWqqv
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Από τον Συγγραφέα – Μαθηματικό, Λογιότατο, Δημήτρη Σπυρίδωνος)
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ενίοτε και ιδιότροπο ή ιδιόρρυθμο, αλλά σίγουρα άντρα ξεχωριστό και καθόλου αδιάφορο στους θεούς. Αναφερόμαστε φυσικά σε ένα από τα αρχετυπικά σύμβολα της ελληνικής ψυχής, τον Ομηρικό Οδυσσέα. Οδυσσέας (και όχι Οδύσσεια) είναι και ο τίτλος του παρόντος έργου, αφού ομολογουμένως είναι αγαπημένος ήρωας του συγγραφέα.
Το θέμα της «νέας» ιστορίας, ως γνωστόν, αφορά την αδιανόητη περιπλάνηση του πρώην τηλε-μαχόμενου βασιλιά της Ιθάκης, με μικρές ή και κάπως μακροχρόνιες ίσως και λιγάκι ευχάριστες στάσεις, οι οποίες δε σίγασαν τον πόθο της επιστροφής στη φτωχική πατρίδα, έστω και αν υποσυνείδητα ευχόταν να είναι μακρύς ο δρόμος. Είναι η Οδύσσεια λοιπόν, μεταγραμμένη, ξαναγραμμένη ή μάλλον ξαναειπωμένη από έναν πολυποίκιλο δημιουργό, τον Γιώργο Μπιλικά, με αίσθηση του ρυθμού τόσο στο λόγο όσο και στη μουσική.
Άραγε τι είναι αυτό που ωθεί τους ανθρώπους του πνεύματος να ασχολούνται τόσο συχνά με την Οδύσσεια και τον Οδυσσέα; (Βλέπε την αθυρόστομη έμμετρη διασκευή – παρωδία των μαθητικών μας χρόνων, τη σχετικά πρόσφατη Οδύσσεια του ποιητή Μιχάλη Γκανά, φυσικά τον Οδυσσέα του Τζόυς, την Πηνελοπιάδα της Μάργκαρετ Άτγουντ και τόσα άλλα έργα). Η προφανής απάντηση είναι ότι η ενασχόληση οφείλεται στη δύναμη αυτού του παναθρώπινου μύθου (;) και στο απαράμιλλο ύφος του Ομήρου φυσικά, το οποίο παρακινεί τους μεταγενέστερους να (ανα) μετρηθούν με τον Ομηρικό κανόνα.
Και αν υποτίθεται ότι όλα έχουν ειπωθεί πια και το να μιλάς ή να γράφεις σημαίνει να περιπίπτεις σε ταυτολογίες; Το ερώτημα είναι πλαστό, διότι ακόμη και αν ισχύει η υπόθεση, ο πόλεμος με τις λέξεις συνεχίζεται. Πράγματι, συνεχίζουμε να γράφουμε για τα (φαινομενικά) ίδια θέματα, διότι ακόμη και από ίδιες συχνότητες βγαίνουν διαφορετικές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αρμονικές. Και πιστέψτε με, ο Γιώργος Μπιλικάς ξέρει από συχνότητες, αρμονικές, ήχους και αρμονία.
Ο πόνος πρέπει να τραγουδιέται, κατά τον Λουδοβίκο (ΙΔ) των Ανωγείων. Έτσι και το έπος πρέπει να ειπωθεί και ο σύγχρονος αοιδός το κάνει με μοναδικό, προσωπικό τρόπο.
Κάθε διασκευή – μεταγραφή, έστω και αν είναι πιστή αντιγραφή, έχει την αξία της. Υπενθυμίζουμε το διήγημα του Χ. Λ. Μπόρχες, Πιερ Μενάρ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη, όπου ο Μενάρ γράφει κατά λέξη (δεν ξαναγράφει, ούτε αντιγράφει) τον Δον Κιχώτη και πρόκειται για όμοιο, αλλά διαφορετικό, νέο έργο. Στο παρόν κείμενο ο συγγραφέας γράφει τον «Οδυσσέα» του σε πληθωρικό εναγκαλισμό με το πνεύμα του Ομήρου. Ο λόγος του είναι τρέχων, σύγχρονος και ρέων. Πράγματι το κείμενο «ρέει» κατά την ανάγνωση, σε αποτρέπει να διακόψεις και προσφέρει υψηλή αναγνωστική απόλαυση. Επίσης, εκτιμούμε και τον απόηχο που δημιουργείται, εγγράφεται και εν τέλει διαφυλάσσεται στη μνήμη των αναγνωστών.
Το χαρακτηριστικό του «Οδυσσέα» είναι η προβολή του παρελθόντος στη σημερινή επικαιρότητα, καθ’ ομοίωσιν με τα ειωθότα της εποχής μας. Έτσι κι αλλιώς η εποχή της Οδύσσειας με τη δική μας σύγχρονη πραγματικότητα διατηρεί κάποιες αναλογίες. Ή όπως έλεγε ο Μπόρχες:«Η πραγματικότητα αρέσκεται στις συμμετρίες και στους ανεπαίσθητους αναχρονισμούς». Είναι μια τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, τηρουμένων των αναλογιών και από τον Μποστ.
Οι χρονικοί κυματισμοί επιτρέπουν στο «ανοίκειο» να προσλαμβάνεται με πιο «οικείο» τρόπο, ομοίως διευκολύνεται και η οικειοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτή η χρονική μετατόπιση επιτρέπει στο κείμενο να διανθίζεται με ένα ανάλαφρο χιούμορ, επιτρέπει στον σαρκασμό, την παρωδία και τη σάτιρα να παρεισδύσουν, να διεισδύσουν και εν τέλει να κατακλύσουν το κείμενο. Όσοι έχουν παρακολουθήσει τη συγγραφική πορεία του Γιώργου Μπιλικά θα αναγνωρίσουν το χαρακτηριστικό του χιούμορ και τη φιλοπαίγμονα διάθεση.
Είναι η Οδύσσεια και ως εκ τούτου και ο «Οδυσσέας» που έχουμε στα χέρια μας, έργο φανταστικής λογοτεχνίας; Τα νενομισμένα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί από τον θεωρητικό της λογοτεχνίας Τσβέταν Τοντόροφ (αίσθηση του ανοίκειου – αλλόκοτου και αίσθηση του θαυμαστού) τηρούνται. Το ανοίκειο – αλλόκοτο είναι διάχυτο στους στίχους και στο κείμενο (βλ. Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, Σκύλλα και Χάρυβδη κ.λπ.). Η αίσθηση του θαυμαστού ξεχειλίζει στο μέρος (του έπους ή μύθου ή θρύλου ή μήπως ακριβούς διήγησης) όπου περιγράφονται τα τεκταινόμενα στο νησί των Φαιάκων. Οι «αγχίθεοι» Φαίακες (συγγενείς των Θεών) διέθεταν νοοκίνητα και αντιβαρυτικά πλοία με τεχνητή νοημοσύνη. Ήταν νοοκίνητα, δηλαδή, μπορώντας να διαβάσουν την ανθρώπινη σκέψη, πληροφορούνταν από αυτήν και όχι από κάποιο χειροκίνητο όργανο, όπως το τιμόνι.
Είχαν τεχνητή νοημοσύνη καθώς, έχοντας «νοήματα καὶ φρένας ἀνδρῶν», είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν αν πρέπει να εκτελέσουν μία εντολή ή όχι. Είχαν ένα είδος «σκληρού δίσκου» γεωγραφικών δεδομένων, καθώς ήξεραν «πάντων πόλιας καὶ πίονας ἀγροὺς».
Επανερχόμενοι στον Πολυμήχανο, προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε πτυχές του χαρακτήρα του. Είναι το παγκόσμιο σύμβολο φιλοπατρίας και αταλάντευτης επιμονής. Ο Οδυσσέας νοσταλγούσε την Ιθάκη αλλά ίσως τελικά νοσταλγούσε περισσότερο μέρη που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Άπιστος, αλλά για πίστη διψασμένος, έζησε στο ταξίδι μεθυστικές εκστάσεις, πάντα όμως με στωική εγκαρτέρηση, αφού θα προτιμούσε αντί για την απαστράπτουσα ερωμένη, την πληκτική μητέρα. Όχι ότι απαρνήθηκε το θείο κάλλος της Κίρκης, ή την έτι χαριεστέρα Καλυψώ, αλλά κατά βάθος ήταν δοσμένος στο αφηρημένο κάλλος της Πηνελόπης. Και αν απορεί κανείς, ίσως ο Παπαδιαμάντης να είχε πιάσει το νόημα: «Την αγάπησε όχι δια κάλλος προκλητικόν, αλλ’ από μυστηριώδη έλξιν και αόριστον ψυχική συνάφεια». (Έρμη στα ξένα). Αλλά, μήπως το ατελές δεν είναι τελικά ο παράδεισός μας;
Στο πολυτελές θέρετρο της Καλυψώς τα διεστώτα μέρη μοιράζονταν ασύμπτωτες αλήθειες και ο Ταλαίπωρος αισθανόταν αποκλεισμένος από τη μοναξιά και τον έρωτα κι από τη μοναξιά του έρωτα.
Η θεά ήταν καθ’ όλα εράσμια, όμως η εκτίμηση που μπορεί να τρέφουμε για μια γυναίκα είναι τις περισσότερες φορές αντίστροφη προς την ερωτική ομηρία, στην άνευ όρων εξάρτηση στην οποία μας έχει καταδικάσει.
Ο επαμφοτερισμός του χαρακτήρα του Οδυσσέα μας καταπλήσσει. Από τη μια είναι ο μετριοπαθής, καρτερικός και πολύπειρος θαλασσοπόρος, ο οποίος πολλών δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω και από την άλλη, ο Οδυσσέας λοξίας, ο πολύβουλος, ο αρειμάνιος πολεμιστής που προέβη με ανενδοίαστο πάθος στην αδιανόητη σφαγή όλων των μνηστήρων ή με άλλα λόγια τον ανθό της νεολαίας Ιθάκης και Κεφαλλονιάς. Έτσι απέδειξε, δικαιώνοντας τον Αλεξανδρινό, ότι τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες τους κουβαλούσε μέσα του. Δε σπλαχνίστηκε ούτε τις νεαρές δούλες, τις οποίες, μάλιστα, κρέμασε με παιδαριώδη βαρβαρότητα ο ίδιος ο Τηλέμαχος σε μια τελετή ενηλικίωσης – αποκτήνωσης. Με αυτόν τον τρόπο αποκαταστάθηκε η ηθική τάξη των θεών ή η κατά Λακάν Συμβολική Τάξη. Ω καιροί, ω ήθη…!
Ολοκληρώνοντας, αυτό που έχει τελικά σημασία είναι η ιδέα της Ιθάκης. Η Ιθάκη, που και μόνο η συνείδηση της ύπαρξής της αρκεί για να δικαιώσει όσους την αναζητούν.
Δημήτρης Σπυρίδωνος (Συγγραφέας | Μαθηματικός)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ (Από τον Ποιητή, Φαίδωνα Αλκίνοο)
Πώς διαβάζοντας μπορείς να ταξιδέψεις; Πώς ταξιδεύεις με καράβι δίχως πλοηγικά μέσα;
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, Οδυσσέας, με πλοηγό το Γιώργο Μπιλικά, νιώθεις πως επιβιβάζεσαι σ’ ένα πλοίο φαντασίας, αργά αργά, και φτάνεις κάποτε σ’ έναν προορισμό που δε νόμιζες πως υπάρχει, αφού δεν ήξερες την ύπαρξή του.
Το πλοίο λέγεται Φαντασία 2. κατασκευαστής του είναι ο ίδιος ναυπηγός, που κατασκεύασε και άλλο τοιούτο, το Φαντασία 1, το δε όνομά του διεσώθη ως Όμηρος.
Τα πλοία του, τα μεγαλύτερα, τα κοσμοποντοπόρα κι αθάνατα, ήσαν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.
Ο Γιώργος Μπιλικάς, αρνείται να ομολογήσει το κατόρθωμά του, και αντίς να ονομάσει το βιβλίο του Οδύσσεια, το αναφέρει απλά και σεμνά ως Οδυσσέας.
Καλά κάνει; Αποφεύγει συγκρούσεις με τις Μούσες; Αποφεύγει λογοδοτήσεις και μνημονεύσεις στις Κόρες της Μνημοσύνης;
Το βιβλίο που αυτή τη στιγμή κρατάτε στα χέρια σας, είναι ίσως η πιο εκκωφαντική απόδειξη, πως ποτέ δεν τελειώνει η Δημιουργική Διάθεση, αν προσεκτικά και χωρίς ιεροσυλίες, ακουμπήσεις πάνω στα ιερά κείμενα, που απετέλεσαν αναγνώσματα όλων των σοφών και φιλοσόφων, όλων των ανθρώπων των Τεχνών και των Γραμμάτων της Αρχαιότητας, όλων των επιστημόνων που κυριάρχησαν στο παγκόσμιο πνεύμα από τότε μέχρι σήμερα.
Τι έκανε ο Άνθρωπος που θα ήθελε να ασχοληθεί με τις Τέχνες; (Με τα θέματα δηλαδή που ήσαν κτήματα και δικαιοδοσίες των Μουσών;) Πριν απ’ όλα, άνοιγε τα ώτα του, ξετύλιγε παπύρους, στρωνότανε στην υπακοή, με σεβασμό, ώστε να εισχωρήσουν μέσα του, βαθιά του, τα Ιερά Κείμενα. Τα Ησιόδεια και τα Ομηρικά.
Αφού γινόταν κάτοχος των κειμένων αυτών, κι αφού είχε υπερνικήσει και τους φραγμούς των γνώσεων της Γεωμετρίας, ένιωθε πλέον, πως άνοιγαν μπρος του οι ορίζοντες, στους οποίους κι ο ίδιος αυτός, θα μπορούσε να παρουσιάσει τις δεξιότητές του.
(Κι αν κάποια στιγμή θέλησε ο φιλόσοφος να εξορίσει από την Πολιτεία του τους Ποιητές, ή ο άλλος αν θέλησε να θέσει όρους κι όρια με το Περί Ποιητικής του, κανείς από τους δυο τους δεν θα τολμούσε, και δεν τόλμησε, να αποβάλει την Ποίηση, και τους Ποιητές, Ησίοδο και Όμηρο, από τη διδακτέα ύλη των μαθημάτων των Σχολών τους, Ακαδημίας και Λυκείου. Και οι δυο τους, Δάσκαλος και Μαθητής, Πλάτων και Αριστοτέλης, τους μαθητές τους, υποχρέωναν στην εμπέδωση των προπατορικών κειμένων, των ΕΠΩΝ.)
Ο Γιώργος Μπιλικάς, συγγραφέας σήμερα, προέρχεται από τη μουσική. Στα χωράφια των Μουσών παιδιόθεν.
Οι μούσες δεν έχουν ξεκαθαρισμένα και περιφραγμένα τα όρια της κτημοσύνης τους, δεν επιτρέπουν δε τη μεταξύ τους κοινοκτημοσύνη, δεν διατίθενται σε απαλλοτριώσεις, δε δέχονται καταπατήσεις εξ ουδενός, μηδέ θεών μηδέ κι ανθρώπων.
Επιτρέπουν όμως στα χωράφια τους να περιδιαβαίνουν άνθρωποι των Ιδεών, των Τεχνών, των Ερευνών, τους Ποιητές.
Ανέκαθεν δε οι ποιητές συγκρούονταν με τους Μουσικούς. Θεοί τε κι Άνθρωποι, Θνητοί, Ημίθεοι κι Αθάνατοι.
Από τον Ορφέα, το Λίνο, τον Απόλλωνα κι άλλους, κατεγράφησαν για τις εποχές τους, γεγονότα, απίθανα, αιματηρά, αλλά καθόλου απίστευτα.
Το λέω αυτό το καθόλου απίστευτα, με την πεποίθηση, πως δε θα υπήρχε τέχνη, αν δεν προϋπήρχε ο ευγενής ανταγωνισμός, η άμιλλα.
Εκείνη η ψυχοφθόρα γι’ άλλους, η θαυματουργή και θεοτική για άλλους άμιλλα, που οδήγησε τις Τέχνες, στην Ποίηση, στη Μουσική, στο Θέατρο, στη Φιλοσοφία, στις Επιστήμες, στις Τέχνες, στον Παρθενώνα του Πλανήτη Γη.
Ο Γιώργος Μπιλικάς πώς θα ξέφευγε από τα τόσο θελκτικά αρώματα των τόπων των Μουσών, στα οποία ήταν ήδη προεθισμένος λόγω της Μουσικής του προϊστορίας; Πώς;
Να σου λοιπόν η διέξοδος: Οδύσσεια!
Έλα μου όμως που ο σεβασμός του στις Μούσες, δεν του επέτρεψε να μεγαλοπιαστεί…
Σκέφτηκε, μίκρυνε, πιάστηκε γερά, ασχολήθηκε σεμνά και σημερινά, και παρουσίασε τον Οδυσσέα.
Τώρα ο αναγνώστης των αρχαίων κειμένων, ο αναγνώστης κάθε πονήματος που αφορά στα Έπη, θα αναρωτηθεί: κι άλλος με τον Οδυσσέα; δεν παύουν πια; Τι να μας πει κι αυτός;
Επειδή λοιπόν τα ερωτήματα υπάρχουν, θα υπάρξουν άλλωστε και περισσότερα, αν δε διαβάσει κάποιος το βιβλίο αυτό κι επειδή ο συγγραφέας του δε θα μπορέσει να το ομολογήσει ποτέ, σας το λέω από τις γραμμές αυτές, πως:
Καλλίτερη κι ομορφότερη, σπουδαιότερη και πιο απλουστευμένη, απλοποιημένη και πιο σύγχρονη, μεταφορά – μεταγραφή, της Οδύσσειας, δε θα μπορούσε να υπάρξει, δεν έχει άλλο όμοιό του ξανασυμβεί, από την πονηματική αυτή διεργασία που παρουσιάζεται στην έκδοση αυτή.
Ο Διάλογος. Ναι ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ.
Το επόμενο επίτευγμα του Αρχαίου Ελληνικού Λόγου, Μετά από την Ποίηση, ύστερα από το Θέατρο, υπήρξε ο Διάλογος.
Ο μουσικός της Σκηνής, παντρεύει με την εμπειρία του, αυτό που τόσα χρόνια υπηρετεί, τη μουσική το στίχο και την επικοινωνία με το γραπτό λόγο, κάνοντάς τον επικοινωνιακό, κατεβάζοντάς τον, από τη σκηνή στο κοινό.
Παίρνει στα χέρια του την Οδύσσεια, και σχεδόν στίχο-στίχο, ραψωδία στη ραψωδία, θεματική-θεματική, τη μεταγράφει με τον καταπληκτικότερο τρόπο, που έχω συναντήσει ποτέ, στη Νέα Ελληνική, μέσω των Διαλόγων.
Αν ζούσε ο Μπάρμπα Νίκος ο Τσιφόρος, σίγουρα θα τον παρασημοφορούσε. Θα του έτεινε σεμνά το χέρι, για να τον συγχαρεί. Μιας κι ο Αείμνηστος είχε πολύ καταπιαστεί με τους αρχαίους μας με τους μύθους μας με την ιστορία μας, αλλά ο ίδιος χρησιμοποιούσε και την πλασματική ιδιόκτητη μυθοπλασία του.
Ο Γιώργος Μπιλικάς, δεν αλλοιώνει τα κείμενα. Τα κατεβάζει αυτούσια από τις Βιβλιοθήκες του Ελικώνα, και τα μεταγράφει απλά, ως σύγχρονος Ραψωδός, παρουσιάζοντάς τα, αυτούσια, σημερινά, στους ανθρώπους του 2021.
Ο Γιώργος Μπιλικάς, σέβεται τα κείμενα. Δεν τρέχει να ονομαστεί, συγγραφέας χρησιμοποιώντας την πηγή.
Ερεθίστηκε, πόνεσε, βασανίστηκε, κι ως σύγχρονος Τάλας, ως σύγχρονος Οδυσσέας, μεταγράφει τις περιπέτειες και τη σοφία του χιλιετοπάππου του, κλαίγοντας, χαμογελώντας, ελπίζοντας μαζί του, για την Ιθάκη του. Την τόσο πολυπόθητη, για όλους μας Ιθάκη.
Ο συγγραφέας του παρόντος χρησιμοποιεί χιούμορ. Πώς αλλιώς θα μνημόνευα το μακαρίτη Τσιφόρο άλλωστε.
Η επιτήδευσή του όμως στο χρησιμοποιούμενο, εξ αυτού του συγγραφέως, χιούμορ, δεν κατεβάζει τα στοιχεία της ποίησης στο πεζοδρόμιο, δεν εκχυδαΐζει τα νοήματα, δεν παριστάνει τον έξυπνο κοντράροντας με τα αναγραφόμενα στο πρωτότυπο της Οδύσσειας.
Ο συγγραφέας του παρόντος χρησιμοποιεί την ιστορικότητα του αρχαίου κειμένου. Πως αλλιώς θα μνημόνευα το μακαρίτη Τσιφόρο άλλωστε, και πάλι. Μόνο που ο μακαρίτης με βάση την ιστορικότητα έπλεκε κι έμπλεκε δικές του ιστορίες, σύγχρονες ή και παλιότερες, με ακραίο χιούμορ, και πλάγια πολιτικοποίηση, αναπτύσσοντας ενίοτε και αστυνομικές υφάνσεις στα αφηγήματά του. Ο συγγραφέας μας εδώ, δεν πειράζει το κείμενο, οι δε παρεμβάσεις του, τιμούν το πρωτότυπο, εφ’ όσον μάλιστα προέρχονται εξ αυτού.
Κλείνω με δύο στοιχεία που θα πρέπει να κρατήσει γερά ο κάθε αναγνώστης:
1.- Ραψωδία η – 34,35,36 – Η δύναμη της σκέψης – Η ουσία της φαντασίας
νηυσὶ θοῇσιν τοί γε πεποιθότες ὠκείῃσι
(η 35) λαῖτμα μέγ᾽ ἐκπερόωσιν, ἐπεί σφισι δῶκ᾽ ἐνοσίχθων·
τῶν νέες ὠκεῖαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα».
Ελεύθερη απόδοση του συγγραφέα:
Τα πλοία τα δικά μας, είναι αλλιώτικα. Δεν υπάρχουν κυβερνήτες, ούτε πηδάλια, ούτε κωπηλάτες, ούτε τίποτα από όλα όσα έχουν τα άλλα καράβια. Τα πλοία τα δικά μας, ξέρουν τις σκέψεις και τις διαθέσεις των ανθρώπων. Γνωρίζουν τις πατρίδες όλων και διαβαίνουν τις θαλασσινές αποστάσεις σαν πουλιά, σκεπασμένα με σκοτάδι και συννεφιά και ποτέ δεν υπάρχει φόβος να πάθουν κάποια βλάβη.
2.- Ραψωδία λ – απόδοση του συγγραφέα εκ της Νεκυίας – Το νόημα του ταξιδιού και της γνώσεως
– Είσαι έξυπνος Οδυσσέα, αλλά δεν είσαι σοφός. Μόνο το σπίτι σου σκέφτεσαι. Στην ουσία, δεν είμαι εγώ ο τυφλός, αλλά εσύ που δεν βλέπεις ότι το ταξίδι αυτό καθορίζει τη ζωή σου. Μόνο όταν το καταλάβεις αυτό, μόνο τότε θα βρεις το νόημα της σοφίας. Νοιώσε το αυτό που σου λέω.
– Όχι Τειρεσία, το νόημα της σοφίας, θα το βρω μόνος μου. Εσύ, βοήθησε με να βρω το δρόμο για τον γυρισμό.
Καταλήγοντας να επαναλάβω για το παρόν πόνημα, ό,τι έχω πει και στον ίδιο το Γιώργο: Το βιβλίο αυτό θα πρέπει να αποτελέσει το πρώτο εγχειρίδιο για όποιον θα θελήσει να μυηθεί στα βάθη του πρωτοτύπου.
Το βιβλίο αυτό να αποτελέσει εφαλτήριο για τον Γιώργο Μπιλικά, ώστε το εγχειρίδιο αυτό, το τόσο πολύτιμο, να συμπληρωθεί με το δεύτερο, που δε θα είναι άλλο από την εργασία του, επί της πρωτότυπης Ιλιάδας.
Εν αναμονή λοιπόν, ευχόμενος σε κάθε αναγνώστη, να το απολαύσει, αβίαστα και χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Φαίδων Αλκίνοος (Ποιητής)