Posts Tagged ‘Αέρας’


Συνέντευξη


TrilogyΔεν μου είναι εύκολο να μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά στην πολύ πρόσφατη παρουσίαση που έκανα (Bat City, Σάββατο 9 Μαΐου) που αφορούσε και στα τρία μυθιστορήματα που έχω μέχρι στιγμής γράψει, δεν κατάφερα να βρω κάποιον να το κάνει.  Οπότε αναγκάστηκα να το κάνω μόνος μου. Κράτησα λοιπόν μερικές σημειώσεις και σου τις μεταφέρω.

Όταν ένας συγγραφέας γράφει, εναλλάσσεται ταυτόχρονα ανάμεσα σε τρεις ρόλους. Είναι ο συγγραφέας, αλλά είναι και ο αναγνώστης, και ο ήρωας.

Για να πάρω λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά, ας πάρω έναν-έναν τους τρεις αυτούς ρόλους.

Ως αναγνώστης, δεν έχω να πω πολλά. Με ενδιέφερε πάντοτε το μυστήριο, η φαντασία, το θρίλερ, η αγωνία, το χιούμορ, αλλά και η ιστορία. Αφού λοιπόν οι ιστορίες μου είναι ένα (όχι πάντρεμμα, αλλά κράμα όπως μου έλεγε και ο φίλος μου ο Νίκος Παπάζογλου) μυστηρίου, φαντασίας, χιούμορ αλλά και ιστορίας ενίοτε, όταν -ως αναγνώστης- με διαβάζω, βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον πολύ γνώριμο.

Ως συγγραφέας, επειδή με ρωτάνε πολλές φορές σε διάφορες συνεντεύξεις, πώς αποφάσισα να γίνω συγγραφέας –αν υποθέσουμε ότι είμαι- δεν ήταν θέμα απόφασης, ούτε επιδίωξης. Συνέβη εντελώς τυχαία όταν σκέφτηκα να απαντώ με μικρά χιουμοριστικά διαδικτυακά μηνύματα σε ένα εξωφρενικό μήνυμα που κάποιος μου έστειλε σε ένα φόρουμ, έτσι όπως ακριβώς το περιγράφω στο σημείωμα που βρίσκεται σαν εισαγωγή στο “Heaven Adventures”, που ξεκίνησε να γράφεται στα 2000 μ.Χ. Τρία χρόνια αργότερα, στα 2003 δηλαδή, η αρθρογραφία που ξεκίνησα στο musicheaven.gr, με βοήθησε να διαμορφώσω και να βελτιώσω το δικό μου ύφος, το δικό μου στυλ γραφής και αυτό είναι κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό, αρκεί να συγκρίνεις τα πρώτα μου άρθρα του 2003 με τα σημερινά. Έτσι, επισκέφθηκα στην πορεία, πολλές φορές το “Heaven Adventures”, μέχρι να πάρει τελικά τη μορφή που το γνώρισες όταν εκδόθηκε στα 2012 μ. Χ. Με λίγα λόγια, κάποια στιγμή η συγγραφή, μου χτύπησε την πόρτα, την άνοιξα και μπήκε. Ή αν προτιμάς, καθόμουν κάτω από το δέντρο της αρθρογραφίας, και ξαφνικά έπεσε λόγω του νόμου της βαρύτητας, το φρούτο της συγγραφής.

Όσο για τον ήρωά μου τον Ορφέα, μπορώ με βεβαιότητα να σου πω, ότι δεν διαφέρει καθόλου από εμένα σαν χαρακτήρας, σαν συμπεριφορά, αλλά και σαν τρόπος σκέψης. Είναι η προέκτασή μου και κάνω μαζί του πράγματα που δεν έχω κάνει, πηγαίνω σε τόπους που δεν έχω πάει, και κάθε φορά που ξεκινάμε ένα καινούργιο ταξίδι είμαστε εντελώς ανύποπτοι για το τι θα συμβεί και το τι θα ακολουθήσει στην επόμενη  σελίδα. Πολλές φορές τον αφήνω να οδηγεί ο ίδιος την πλοκή και να με βγάζει από τη δύσκολη θέση. Ο σκοπός του ταξιδιού, είναι -μέσα από τις εμπειρίες που συσσωρεύουμε- να γινόμαστε και οι δυο μας καλύτεροι σαν χαρακτήρες με καλύτερη κάθε φορά συμπεριφορά, με βελτιωμένο κάθε φορά τρόπο σκέψης. Να ανεβαίνουμε δηλαδή επίπεδα γνώσης. Αυτό είναι ορατό στο “Νο. 9” που είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου, αλλά καλύτερα να ξεκινήσω από το πρώτο.

Στο “Heaven Adventures”, ο Ορφέας κατασκευάζει έναν Θεό, έναν Θεό έτσι όπως τον θέλει αυτός, ρίχνει την κιθάρα του στον ώμο και βγαίνει στον δρόμο. Βγαίνει στον δρόμο με έναν Θεό που τον έχει δίπλα του, πίνουν μπύρες, ακούνε ροκ μουσική, συζητάνε, συμφωνούν ή διαφωνούν, έτσι δηλαδή όπως κάνουν δύο φίλοι. Το ταξίδι που κάνουν είναι απρόσμενο και πρωτότυπο. Ταξιδεύουν δια μέσου Ουρανού και Κόλασης συζητώντας για θέματα φιλοσοφικοθρησκευτικά με την απαιτούμενη σοβαρότητα όπου χρειάζεται, με αρκετό χιούμορ, με πολλή μπύρα, με έντονη ροκ διάθεση, και καταλήγουν ανθρώπινα και φιλικά σε ένα μπαράκι στη γη. Με πολύ λίγα λόγια, έχουμε εδώ έναν Θεό που θέλει επιτέλους να κάνει τα δικά του και στον Ορφέα βρίσκει έναν φίλο και έναν συμπαραστάτη. Όσο και αν στην αρχή του ταξιδιού αντιστέκεται και είναι σπασίκλας, στο τέλος καταλήγει μαζί του στη γη, ανθρώπινα και φιλικά σε ένα μπαράκι.

Σε μπαράκι τελειώνει το “Heaven Adventures”, και σε μπαράκι αρχίζει το  “Νο. 9”.

Οι εμπειρίες που έχει αποκομίσει ο ήρωας αλλά και τα ερωτήματα που έχουν τεθεί στο “Heaven Adventures”, για το πού πηγαίνουμε μετά, πού πηγαίνουμε δηλαδή όταν φεύγουμε από αυτή τη ζωή, λειτουργούν εδώ σαν ώθηση για το καινούργιο. Στο μπαράκι λοιπόν που συνηθίζει ο Ορφέας να πηγαίνει, κάθεται στη μπάρα με τη φίλη του και ξαφνικά,  συλλαμβάνει την ιδέα να πάει στο Σούνιο να δει την πανσέληνο.  Εκείνη αρνείται να τον ακολουθήσει, προσπαθεί να τον αποτρέψει από αυτή την ξαφνική νυχτερινή βόλτα, αλλά δεν το κατορθώνει και ο Ορφέας ξεκινάει μόνος του για το Σούνιο. Εννέα όμως χιλιόμετρα πριν φτάσει εκεί, του συμβαίνει ένα ατύχημα, το οποίο ατύχημα πυροδοτεί όλη την υπόλοιπη πλοκή του μυθιστορήματος. Ο ήρωας ξεκινάει ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο “εδώ” και στο “εκεί”, ανάμεσα στο “τώρα” και στο “μετά”, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει και πού βρίσκεται. Μέσα σε αυτό το αδιάκοπο πήγαινε-έλα, θα συναντήσουμε τη συνύπαρξη των αντιθέτων (θετικό-αρνητικό, ζεστό-κρύο, θηλυκο-αρσενικό κλπ) αλλά θα συναντήσουμε και τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (Γη, Νερό, Αέρας, Φωτιά) που παρουσιάζονται στον ήρωα με τη μορφή δασκάλων και αναλαμβάνουν την εκπαίδευσή του, με σκοπό να τον εξελίξουν πνευματικά. Συναντάμε λοιπόν τον Malt (το κριθάρι δηλαδή) που εκπροσωπεί το στοιχείο της Γης, την Αιγύπτια Θεά των Υδάτων Anqet, που εκπροσωπεί το στοιχείο του Νερού και τον Ινδό Θεό των Ανέμων Intra, που εκπροσωπεί το στοιχείο του Αέρα. Το στοιχείο της Φωτιάς, είναι ο ίδιος ο ήρωας, αλλά για να αποκτήσει τις ικανότητες και να φτάσει στο επίπεδο να μπορεί να το εκπροσωπεί επάξια, πρέπει να αποκτήσει πρώτα γερή βάση, κάτι που το δίνει η Γη, πρέπει να αποκτήσει ευελιξία, και την ευελιξία του την προσφέρει το στοιχείο του Νερού, γιατί το Νερό δεν έχει σχήμα συγκεκριμένο. Το σχήμα του Νερού εξαρτάται κάθε φορά από το σχήμα του αντικειμένου μέσα στο οποίο βρίσκεται. Και πρέπει επίσης, να αποκτήσει την εποπτεία που του προσφέρει το στοιχείο του Αέρα. Υπερίπταται και εποπτεύει. Το “No. 9” είναι μία επινόηση του ήρωα που τη χρησιμοποιεί για να γλιτώσει από τους διώκτες του, αλλά η επινόηση αυτή έρχεται στη σκέψη του και γίνεται πράξη, μόνο όταν φτάνει στα επιθυμητά επίπεδα γνώσης που του προσφέρουν τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Εννοείται βέβαια, ότι δεν θα σου αποκαλύψω την επινόηση αυτή, για να μην προδώσω το βιβλίο.

Σοφότερος όντας, και με το master στην τσέπη ο Ορφέας, αποφασίζει να ψάξει να βρει τη χαμένη του λύρα, και αυτή η αναζήτηση, τον οδηγεί σε ένα χωροχρονικό ταξίδι. Τον οδηγεί στην Ανδαλουσία του 10ου μεταχριστιανικού αιώνα. Την εποχή που η μισή Ισπανία ήταν στην κατοχή των Μαυριτανών. Οι πληροφορίες που του παρέχει η μάγισσα Κίρκη, του λένε ότι η λύρα βρέθηκε στα θεμέλια του παλατιού της Μαντινάτ Αλ-Ζάχρα στην Κόρδοβα, και ο ήρωας πηγαίνει εκεί. Εκεί όμως μπαίνει σε καινούργιες περιπέτειες. Πρώτα από όλα, είναι εκ προοιμίου αντίπαλος των Μαυριτανών και του Χαλίφη, που κρατάει τη λύρα κλειδωμένη στα υπόγεια του παλατιού. Όμως δεν φτάνει μόνο αυτό. Στην Ανδαλουσία, αναβιώνει η καρμική σχέση που έχει με την Ευρυδίκη, και κατά συνέπεια, γίνεται δυο φορές αντίπαλος του Χαλίφη, γιατί θέλει και αυτός την Ευρυδίκη για το χαρέμι του. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα των ιπποτών, των κάστρων και των μονομαχιών διεξάγεται η τρίτη περιπέτεια του Ορφέα που έχει εφαλτήριο τον Οδυσσέα. Όπως εκείνος πήγε στο νησί του Κύκλωπα σαν Κανένας και έφυγε ως Οδυσσέας, έτσι και ο Ορφέας πηγαίνει στην Ανδαλουσία εντελώς ανύπαρκτος για τους Μαυριτανούς,  σαν ένας άλλος Κανένας δηλαδή, αλλά πρέπει να πάρει τη λύρα ως Ορφέας. Θα το καταφέρει;

Το “Al-Andalus” είναι μία παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης με τον Χαλίφη της Κόρδοβα να παίρνει τον ρόλο του Άδη.  Αν τώρα έχεις την απορία γιατί διάλεξα να τοποθετήσω την πλοκή στην Ανδαλουσία την εποχή των Μαυριτανών, ο λόγος είναι οι Τροβαδούροι και η ιδεολογική συγγένεια που νιώθω να έχω μαζί τους. Οι Τροβαδούροι προήλθαν από μία Σουφική κίνηση που σχηματίστηκε στις αρχές του 8ου αιώνα στην Ανδαλουσία όταν δηλαδή οι Άραβες κατέλαβαν την Ισπανία και από εκεί (οι Τροβαδούροι) σαν κίνημα,  πέρασαν αρχικά στη νότια Γαλλία και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ευρώπη γύρω στα 1100 μ.Χ. Οι Τροβαδούροι εξύμνησαν με τα τραγούδια τους την αιώνια πίστη προς την Αγαπημένη και η ρίζα TRB της λέξης TRouBador είναι Αραβική και σαν ρίζα, εμπεριέχεται στις λέξεις, Γυναίκα, Δέσποινα & Θηλυκό Είδωλο. Τι πιο λογικό λοιπόν ως μουσικός, ως τραγουδοποιός, και ως Ορφέας, πιστός αιώνια στην Αγαπημένη Ευρυδίκη, να τοποθετήσω την πλοκή στην Ανδαλουσία.

Γενικά, και τα τρία μυθιστορήματα κινούνται στη σφαίρα της φαντασίας, με θέματα όμως που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητά μας και θα πρέπει εδώ να διαχωρίσουμε τη φαντασία από την πραγματικότητα. Η όλη πλοκή των μυθιστορημάτων μπορεί να ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά τα θέματα και οι τόποι, ανήκουν στην πραγματικότητά μας.

Το να μιλάς με τον Ιησού και να πίνεις μαζί του μπύρες, είναι μεν φαντασία, αλλά η απορία για το πού πηγαίνουμε όταν φεύγουμε από αυτή τη ζωή, ήταν και είναι στην ανθρώπινη σκέψη καθημερινά. Το μπαράκι επίσης που κατέληξαν οι δύο φίλοι είναι υπαρκτό και βρίσκεται στο Νύφι της Μάνης.

Η μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο μπορεί να είναι φαντασία, αλλά το Σούνιο είναι εκεί που όλοι ξέρουμε πως είναι, και το μπαράκι από όπου ξεκίνησε η όλη ιστορία είναι υπαρκτό και βρίσκεται στην Αθήνα.

Το ταξίδι πίσω στο χρόνο στην εποχή των ιπποτών και η συνάντηση με την Ευρυδίκη, μπορεί να είναι φαντασία, αλλά το Γιβραλτάρ, η Ανδαλουσία, η Κόρδοβα και το παλάτι βρίσκονται στην Ιβηρική χερσόνησο αιώνες τώρα.

Η οντολογική λήθη ισχύει για όλους μας αν ξαφνικά φύγουμε από δω και πάμε για παράδειγμα στους Εσκιμώους όπου δεν θα μας ξέρει κανείς. Θα είμαστε πραγματικά ο Κανένας και αυτό δεν θα είναι η φαντασία μας, αλλά θα είναι η πραγματικότητά μας.

Ο Ορφέας είναι ένας ήρωας που έχει ταυτιστεί μαζί μου μέσα στα χρόνια και τον χρησιμοποιώ συχνά στα κείμενά μου, όπως και στα διηγήματα που γράφω. Μερικά από αυτά, θα τα βρεις στις ανθολογίες “Once Upon A Future“, “Θρύλοι του Σύμπαντος ΙΙΙ“ & “Θρύλοι του Σύμπαντος IV“ που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.

Τέλος, δεν ξέρω αν θα κλείσω κάποια στιγμή τον κύκλο που άνοιξα με τον Ορφέα. Αυτό θα μου το πει ο χρόνος.

Ευχαριστώ…


Remember-Me-Logo
Ήρθε σαν σίφουνας και ξερίζωσε όλα μου τα δέντρα. Τα σώριασε μπροστά μου και τα μονοπάτια μου έπαψαν να είναι κατάφυτα. Η Μεγάλη Ιέρεια είπε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να καλλιεργηθεί η λύπη πάνω στην πέτρα. Δεν το πιστεύω. Το βλέπω να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου και δεν το πιστεύω. Τα κομμένα δέντρα σπείρανε τη νύχτα που φύτρωσε και έδιωξε το ξημέρωμα μακριά.

Δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, αλλά άσε το άγγιγμά σου να πλανηθεί πάνω από τα κύματα της θάλασσας για να σε νιώσω, γιατί η νύχτα είναι ατέλειωτη. Να με θυμάσαι…
Έλα μαζί μου στο βουνό της επιθυμίας εκεί που αναβλύζει η πηγή της εξιλέωσης. Έλα να πάμε μακριά από την παγερή αδιαφορία και το καυτό μίσος.

Δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, αλλά άσε το βλέμμα σου να πλανηθεί ελεύθερο πάνω από τα κύματα της θάλασσας για να συναντήσει το δικό μου, γιατί η νύχτα είναι ατέλειωτη. Να με θυμάσαι…
Ξέρεις… περπατάμε στον ίδιο δρόμο και μοιραζόμαστε το ίδιο μονοπάτι. Πετάμε με τα ίδια φτερά, αγγίζουμε τα ίδια αστέρια και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Γι  αυτό, διώξε μακριά το πέπλο της λύπης και άστο να πάρει μαζί του τις ελπίδες που χάθηκαν. Η Γη θα γεννηθεί ξανά κάτω από τα πόδια μας.

Δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, αλλά άσε την ψυχή σου να πλανηθεί ελεύθερη πάνω από τα κύματα της θάλασσας για να συναντήσει τη δικιά μου, γιατί η νύχτα είναι ατέλειωτη. Να με θυμάσαι…


icould
Μπορεί να μη μιλάς, αλλά σίγουρα έχεις όρεξη για κόλπα. Καθόμαστε εδώ στην πολυθρόνα απομονωμένοι, δεν προσπαθούμε να αρνηθούμε κάτι και η φίλη σου κρατάει στο χέρι της τη βροχή, έτσι που αν το ανοίξει θα μας κάνει μούσκεμα. Το δωμάτιο είναι γεμάτο με χιλιάδες κεριά που οι φλόγες τους μοιάζουν με “πυγολαμπίδες που φέγγουν και κεντάνε” [1]   στο σκοτάδι χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος, εκτός από το κλιματιστικό που παρακολουθεί τη φίλη σου να κάνει έρωτα με τον υπολογιστή στο διπλανό δωμάτιο. Μη με ρωτήσεις τίποτα γιατί το ξέρω κι εγώ και το ‘χω παραδεχτεί. Είναι αλήθεια πως θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

Στο διπλανό οικόπεδο που είναι άδειο, κάποια κορίτσια παίζουν τυφλόμυγα και κάποια άλλα μεγαλύτερα γυρίζουν ταινία χαμογελώντας με νόημα καθώς συζητούν για τις ερωτικές περιπέτειες του δραπέτη των φυλακών γελώντας πονηρά. Ο νυχτοφύλακας όμως, τους αναβοσβήνει τον φακό του και ύστερα ανακρίνει τον εαυτό του:

“Λέγε γρήγορα: Ποιος είναι ο τρελός; Εγώ ή οι άλλοι;”

Η φίλη σου είναι κοντά μου και τα λέει όλα μπερδεμένα. Μα δεν έχει κουκούτσι μυαλό; Δείχνει να τα έχει χάσει και να φοβάται όλα όσα βλέπει γύρω της εκτός από το ηλεκτρικό φάντασμα που της λέει πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

Το αγόρι που ήταν κοντά σου δεν ήξερε πού να πάει, αλλά ήθελε να παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Του άρεσε να λέει ότι ζει επικίνδυνα, και να καυχιέται για τη δυστυχία του, αλλά μόλις άκουγε το όνομά σου, μίλαγε για αποχαιρετισμούς και για ανανεώσεις. Δεν ξέρω πώς κατάφερνε να είναι παρών κάθε φορά που ήθελα να μείνουμε μόνοι. Καθόταν στο διάδρομο και έκανε ότι μιλάει στο τηλέφωνο, αλλά εμένα με ενοχλούσε γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και να σου πω πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί. 

Μέσα στα μουσεία δικάζονται οι αιώνες καθώς ο αέρας στέλνει τις φωνές των επισκεπτών από δω κι  από κει, αλλά είμαι βέβαιος ότι η Μόνα Λίζα ανάγκασε με το αινιγματικό της χαμόγελο όλους τους υπόλοιπους πίνακες του μουσείου να φτερνίζονται, εκτός από τον πίνακα εκείνης με τα γένια που βυζαίνει το μωρό της και αντί να φτερνίζεται, τυλίγεται στην αρνητική αύρα της και φωνάζει σε όλους πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.   

Η καθηγήτρια δείχνει να ενδιαφέρεται για μένα και λέει πως όλοι τριγύρω είναι παράσιτα, αλλά γιατί το κάνει αυτό; Επειδή κανένας δεν έχει τα πτυχία της; Τι λογική είναι αυτή; Και εγώ τι να κάνω; Να φυλαχτώ ή να δεχτώ την πρό(σ)κληση; Κοίτα… δεν μπορώ να φυλάγομαι από όλα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και το άλλο. Αν δεν ρισκάρω πώς θα νιώσω ότι ζω; Η μελαχρινή απ’ την άλλη μεριά, λέει πως δεν τη νοιάζει για μένα, αλλά μπορεί να το κάνει επίτηδες για να μην καταλάβω ότι ζηλεύει. Τις προάλλες, παραλίγο να με καρφώσει σε ένα δέντρο με το αμάξι της για να δει με τι τρόπο θα αντιδράσω.

“Μα να με καρφώσεις στο δέντρο για να δεις πώς θα αντιδράσω; Πας καλά;”

Είναι σίγουρο πως δεν πάει καλά και είναι επίσης σίγουρο πως δεν ξέρει ότι κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι, ο βιολιστής παίζει το τραγούδι που λέει πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

[1]: Αναφορά στη στήλη της Ιουλίας Λυμπεροπούλου “Η Πυγολαμπίδα Φέγγει και Κεντά” στο περιοδικό CityMag. 


athens-night-yellow
Στη Μάνη που συνήθιζα να πηγαίνω για διακοπές κάθε χρόνο, έχω να πάω από το καλοκαίρι του 2012. Κι αυτό επειδή η είσοδος της συγγραφής στη ζωή μου, μου ανέτρεψε αυτό το δεδομένο. Οι διακοπές μου βλέπεις τώρα, όχι μόνο άλλαξαν εποχή και έγιναν χειμερινές, αλλά κρατάνε και κάνα τρίμηνο περίπου. Ε ναι… Άρα, το να αποφασίσω ότι ούτε φέτος το καλοκαίρι θα πάω κάπου και να μείνω στην Αθήνα, αφού υποτίθεται ότι τον Δεκέμβριο θα ξεκινήσει η περιοδεία του καινούργιου μου βιβλίου, είναι μία σοφή κίνηση. Ε ναι… Δεν έχω την πολυτέλεια να κάνω ΚΑΙ χειμερινές αλλά ΚΑΙ καλοκαιρινές διακοπές. Όταν θα κερδίσω το νόμπελ της Λογοτεχνίας, και γίνω διάσημος και τα οικονομήσω, ε τότε αγάπη μου, θα σε πηγαίνω για διακοπές στη Μαγιόρκα. Έπειτα… για κάτσε να το σκεφτούμε και να το φιλοσοφήσουμε το πράγμα. Τι θα πει “κάνω διακοπές”; Κάνω διακοπές θα πει ότι διακόπτω κάτι. Ε εγώ δεν θέλω ρε παιδί μου να διακόψω. Απλό δεν είναι;

Καταρχήν δεν θέλω να παραπονιέσαι, γιατί εγώ ότι κάνω, το κάνω για σένα. Εσένα σκέφτομαι, τη δική σου τη ζωή θέλω να διευκολύνω και κοίτα να δεις για ποιο λόγο είναι σοφή κίνηση το να μείνουμε τον Αύγουστο στην Αθήνα και πώς έχει το πράγμα.

Η πόλη θα είναι σχεδόν άδεια και η διαδρομή από την Κηφισιά μέχρι την παραλιακή δεν θα είναι παραπάνω από είκοσι λεπτά. Βέβαια εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με την Κηφισιά, αλλά λέμε τώρα… Το παρκάρισμα, που εσύ έχεις λίγο πρόβλημα σ’ αυτό (ε καλά ρε μωρό μου, μη νευριάζεις…), θα γίνεται και με κλειστά τα μάτια. Στα μαγαζιά θα βρίσκουμε σχεδόν πάντα το καλύτερο τραπέζι και η εξυπηρέτηση θα γίνεται σε χρόνο μηδέν. Οι παραλίες θα έχουν ελάχιστο κόσμο και το βράδυ η πόλη θα είναι ονειρική. Η Ποσειδώνος θα αποτελεί ιδανική επιλογή εξόδου, στα θερινά σινεμά δεν θα υπάρχει ουρά και πρέπει να παραδεχτείς ότι όλες αυτές τις ημέρες του Αυγούστου, θα είσαι πιο χαρούμενη γι αυτό σου λέω, ότι εγώ για σένα το κάνω και πρέπει αγάπη μου να το απολαύσεις, γιατί δεν θα κρατήσει πολύ.  Έλα να τα πάρουμε με τη σειρά για να το δεις και μόνη σου:

Το Πρωί: Θα πηγαίνουμε φυσικά για μπάνιο! Εντάξει εγώ θα σε βλέπω και θα σε προσέχω και θα καμαρώνω το φιδίσιο σου κορμί από το beach bar που θα πίνω τη μπύρα μου. Εσύ όμως, μπορείς να απολαμβάνεις το μπάνιο σου για όση ώρα θέλεις και όταν θα βγαίνεις, θα έχω φροντίσει να σε περιμένει η καλύτερη πολυθρόνα-ξαπλώστρα. Όσο για την ηλιοθεραπεία σου, θα έχω κανονίσει να σε περιποιούνται με τον καλύτερο τρόπο για να μην μπερδεύομαι εγώ με τα λάδια και γίνεται ότι έγινε πέρσι που μου γλίστρησε το ποτήρι με τη μπύρα και κατέληξε στο κεφάλι του μπάρμαν που εκείνη την ώρα είχε σκύψει.

Το Μεσημέρι: Το μεσημέρι, θα πηγαίνουμε για φαγητό και σου είπα. Όλα τα μαγαζιά θα είναι σχεδόν άδεια, η εξυπηρέτηση θα είναι ταχύτατη και θα μπορούμε να πηγαίνουμε όπου θέλεις. Από το Σούνιο μέχρι τον Ωρωπό για να σε δροσίζει και ο θαλασσινός αέρας. Απλά θα διαλέγεις και θα μου λες: “Ορφέα μου θέλω αυτό”, ή “Ορφέα μου θέλω εκείνο”.

Το Απόγευμα: Όταν ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, η πόλη αγάπη μου βάφεται με τα πιο γλυκά χρώματα και δεν θα χορταίνεις να είσαι εκεί έξω και να γίνεσαι ένα με αυτά. Αν θέλουμε βόλτα με θέα τη θάλασσα θα πηγαίνουμε στη Μαρίνα του Φλοίσβου. Όπως σου είπα και πριν, θα παρκάρεις άνετα, και μετά θα περπατάμε κατά μήκος των πολυτελέστατων σκαφών και θα αναρωτιόμαστε πόσα θα είναι τα δικά μας όταν θα γίνω διάσημος. Θα παίρνουμε στο χέρι ένα παγωτό ξυλάκι και αν έχουμε διάθεση θα κοιτάμε στο Cine Φλοίσβος μήπως παίζει κάτι καλό. Ωραία βόλτα, μπορούμε να κάνουμε και στη Βουλιαγμένη, ή αν προτιμάς πιο μακρινή, στο Σούνιο για να βλέπουμε το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα της Αττικής, αγκαλιασμένοι κάτω από ένα δέντρο. Αν τώρα εσύ προτιμάς βόλτα στην πόλη, θα παίρνουμε το μετρό, θα κατεβαίνουμε στην Ακρόπολη και θα καθόμαστε για καφέ στη μεγάλη βεράντα κάτω ακριβώς από τον Παρθενώνα. Εναλλακτικά, μπορούμε να κάνουμε βόλτα στα στενά της Πλάκας, να περνάμε μέσα από το Μοναστηράκι, να ανεβαίνουμε την Ερμού που σου αρέσει να κοιτάς τις βιτρίνες και να μου λες τι δώρο θέλεις να σου αγοράσω στα γενέθλιά σου, και κατεβαίνοντας μετά για του Ψυρρή, να περνάμε από την Αθηνάς για να κοιτάζω κι εγώ τις βιτρίνες με τα εργαλεία μήπως χρειάζομαι να αγοράσω κι εγώ βρε μωρό μου κανένα ηλεκτρικό κατσαβίδι ή καμιά πένσα.

Το Βράδυ: Το βράδυ αγάπη μου η πόλη ντύνεται στα πιο λαμπερά της χρώματα και ανοίγει τη μεγάλη της αγκαλιά.  Μην πιστέψεις όμως ούτε για μια στιγμή ότι είναι μεγαλύτερη από τη δικιά μου αγκαλιά, γιατί μεγαλύτερη από τη δικιά μου δεν θα βρεις και αυτό σου το υπογράφω. Το βράδυ λοιπόν, μπορούμε να πηγαίνουμε στο θέατρο. Θα κοιτάζω τις παραστάσεις, και από τους φίλους μου τους ηθοποιούς, θα μπορώ να εξασφαλίζω προσκλήσεις για όποια παράσταση μας ενδιαφέρει, ακόμα και από το τηλέφωνο. Μπορούμε επίσης να πηγαίνουμε για φαγητό αλλά εάν το προτιμάς, ακόμα και για ξέφρενο clubbing μέχρι το πρωί. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να ξεκινάμε από τα αγαπημένα μας μικρά ταβερνάκια των Εξαρχείων, του Θησείου ή των Πετραλώνων, αλλά αν θέλεις κάτι διαφορετικό, μπορούμε άνετα να πηγαίνουμε προς την παραλιακή ή και προς το Γκάζι εναλλακτικά. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, θα σου ορκίζομαι αιώνια πίστη και θα σε κερνάω ένα σουβλάκι με διπλή πίτα, τζατζίκι και κρεμμύδια, ενώ τα νυχτολούλουδα θα αρωματίζουν την αγάπη μας.

Τα Ξημερώματα: Βέβαια, ξέρεις πολύ καλά πως αφού όλα αυτά τα κάνω για σένα, είναι πολύ φυσικό να θέλω να μου κάνεις το χατίρι και να κλείνουμε τις βραδιές μας με κάτι δικό μου.  Έτσι αγάπη μου, θα μου επιτρέψεις να καταλήγουμε για after κλασικά κάθε φορά στο Blue Note όπου ο Σωτήρης θα μας φέρνει τα ποτά μας χωρίς να χρειάζεται να του τα παραγγέλνουμε αφού μας ξέρει. Να θυμάσαι όμως να φτύνεις το κουκούτσι  από την ελιά που σου βάζει στο μαρτίνι στην παλάμη σου και όχι όπου βρεις, γιατί τις προάλλες κόντευες να βγάλεις το μάτι του ανθρώπου που καθόταν απέναντι.

Ε μετά από μια τέτοια κουραστική ημέρα θα χρειάζεται οπωσδήποτε να    κοιμηθούμε, γιατί την άλλη μέρα το πρωί πώς θα ξυπνήσουμε για να κάνουμε πάάάάάάάλι τα ίδια;

© Orfeus

 


beni-hasan-tomb-1200x787
Πάντοτε με γοήτευε η Αλεξάνδρεια, γιατί την ίδρυσε ο Αλέξανδρος που του έχω πολύ μεγάλη συμπάθεια και γιατί ναι, δεν θα με πείραζε καθόλου να έχω γεννηθεί εκεί ως Έλλην εξ Αλεξανδρείας. (!!!)
Όπως όμως παντού σε όλες τις πόλεις του κόσμου, έτσι και εδώ, πέρα από τη βιτρίνα, υπάρχει μια γειτονιά του περιθωρίου, εκεί στα δυτικά του Καρμούζ, που οι πολυκατοικίες είναι εξαθλιωμένες και μια χούφτα ρίχτερ είναι αρκετά για να στείλουν τους κατοίκους των ετοιμόρροπων κτιρίων στην ανυπαρξία και στις ειδήσεις των εννιά. Όλοι στο κάτω-κάτω, δικαιούμαστε 15 λεπτά διασημότητας όπως είπε και ο Andy Warhol, αλλά θα μου πεις τώρα εσύ:

«Και είναι απαραίτητο να εισπράξουν αυτοί οι άνθρωποι τα 15 λεπτά τους βυθισμένοι μέσα στα ερείπια των πολυκατοικιών που μένουν;»
«Πρώτον αγαπητέ μου αναγνώστη, ο Andy δεν διευκρινίζει το πώς ο καθένας μας θα τα εισπράξει, και δεύτερον αστειεύομαι με τη ρήση του.»

Σ’ αυτή λοιπόν τη γειτονιά, οι μπουγάδες ανεμίζουν σε κάθε μπαλκόνι σαν σημαίες και οι τοίχοι ξερνάνε μουχλιασμένους σοβάδες. Τα αγόρια παίζουν μπάλα στους δρόμους ανάμεσα στα παρκαρισμένα σαράβαλα, ένα σπουργίτι προσπαθεί να στριμώξει με το ράμφος του ένα κουκούτσι και οι μανάδες, βγαίνουν στα μπαλκόνια φωνάζοντας το όνομα του γιου τους δυο-τρεις φορές:

«Αχμέέέέέτ, Αχμέέέέέτ, Αχμέέέέτ…»

Και μπαίνουν πάλι μέσα για να αφήσουν τη γυναίκα του πάνω πατώματος να βγει με τη σειρά της και να φωνάξει τον δικό της γιο:

«Ισμαήήήήήλ, Ισμαήήήήήλ, Ισμαήήήήήλ…»

Και μπαίνει και αυτή μέσα για να βγει και η άλλη γυναίκα από κάτω για να φωνάξει τον δικό της γιο:

«Αμπντουλάάάάάχ…»

Μια κοπέλα πιο πέρα στριγκλίζει (ποιος ξέρει γιατί), και δυο άλλες, κοιτάνε τα αγόρια που παίζουν μπάλα. Η τηλεόραση πλασάρει διαφημιστικά μηνύματα, κάποιος κορνάρει και μετά ξαφνικά όλα σωπαίνουν. Ακούγεται μόνο η φωνή του ιμάμη που κοιτάζει προς τη Μέκκα ενώ οι φράσεις από το Κοράνι σου θυμίζουν αμανέδες από τα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας ή της Κοκκινιάς. Οι άντρες διπλώνονται στα τέσσερα και προσεύχονται. Μοιάζουν σα να διαβάζουν μέσα στις παλάμες τους ένα βιβλίο που δεν βλέπεις και γονατίζουν, σηκώνονται, διαβάζουν την επόμενη φράση, γονατίζουν ξανά, ακουμπάνε το κούτελο στην ψάθα και γίνονται ένα με το χώμα. Μα είναι προσευχή αυτή; Εγώ ξέρω ότι η προσευχή σε ανεβάζει. Και στο κάτω-κάτω τι σόι θεός είναι ένας θεός που σε αναγκάζει να γίνεσαι ένα με το χώμα; Πάνω από το κεφάλι τους δεσπόζει μια επιγραφή: «Κομ ελ-Σοκάφα». Είναι η Πολιτεία των Νεκρών. Κάποια στιγμή, η προσευχή τελειώνει, οι άντρες μαζεύουν τις ψάθες τους, εσύ πηγαίνεις στο ταμείο, πληρώνεις, παίρνεις το εισιτήριο και μπαίνεις στην Πολιτεία των Νεκρών.

Δέντρα, γάτες και το μόνο που θυμίζει θάνατο είναι οι πελώριες πέτρινες σαρκοφάγοι. Ούτε κοράκια, ούτε λιβάνι, ούτε σιωπή. Η φασαρία έρχεται από τα αγόρια που με το τέλος της προσευχής, άρχισαν ξανά τη μπάλα και ο ήλιος που τρυπώνει σε κάθε γωνιά, αντανακλάται στα μάρμαρα και σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια σου. Ούτε σκοτάδι, ούτε κρύο, ούτε μοναξιά. Ο φύλακας σηκώνεται από την πολυθρόνα του, κλείνει το τάβλι που έχει μπροστά του, σε πλησιάζει και προσφέρεται να σε ξεναγήσει αγνοώντας τις ευγενικές σου αντιρρήσεις.

«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν είναι απαραίτητο.»

Μπα… Μην το ελπίζεις. Δεν έχει μοναξιά εδώ. Σε αγγίζει στον ώμο για να τον ακολουθήσεις. Σου μιλάει, αλλά εσύ δεν θες να ακούς τα σπαστά ελληνο-αγγλικά του.

«Ντεντ Σίτυ σαχίμπ; Ντεντ Σίτυ;»
«Ε ναι ρε συ, Ντεντ Σίτυ. Για τι άλλο θα έρθει κάποιος εδώ; Για να παίξει τάβλι;»

Πώ, πω… Πώς μου ήρθε στο μυαλό τώρα το τάβλι; (Α ναι… το είχε ο φύλακας). Παιχνίδι μιας άλλης εποχής, ενός άλλου αιώνα, ανατολίτικο, οπισθοδρομικό και παρωχημένο. Ας με συγχωρέσουν όσοι το λατρεύουν, αλλά …δεν θα μπορέσω! Το απεχθάνομαι. Συνεχίζεις με τον φύλακα και δίπλα σε μια σαρκοφάγο, σου παίρνει με το ζόρι τη φωτογραφική μηχανή και σου ζητάει να πάρεις πόζα. Στηρίζεσαι με το χέρι σου στο μονόλιθο που κάποτε σκέπαζε έναν νεκρό και χαμογελάς. Είναι όμως το μέρος αυτό για χαμόγελα;  Σου επιστρέφει τη μηχανή και καταλαβαίνεις ότι περιμένει φιλοδώρημα.

«Πώς είναι το όνομά σου αγαπητέ μου;»
«Αμπντούλ σαχίμπ.»
«Λοιπόν Αμπντούλ, είμαι πολύ δυσαρεστημένος.»
«Γιατί σαχίμπ;»
«Αλλιώς την περίμενα την Πολιτεία των Νεκρών.»
«Πολιτεία Νεκρών; Πολιτεία Νεκρών υπόγεια. Εδώ προαύλιος χώρος.»

Καταλαβαίνεις τη γκάφα σου και τι να πεις τώρα; Ούτε τσιγάρο δεν έχεις να του προσφέρεις για να ξεπεράσεις την αμηχανία σου.

«Σμοκ σαχίμπ; Σμοκ;»

Του εξηγείς ότι το ‘κοψες και του ζητάς να σε οδηγήσει. Προχωράει μπροστά λέγοντας κάθε λίγο ότι σε είκοσι λεπτά κλείνουν.

«Είκοσι λεπτά σαχίμπ.»

Σταματάει σε μια καταπακτή.

«Εδώ σαχίμπ.»

Ναι, σίγουρα αυτό μοιάζει πιο πολύ με Πολιτεία Νεκρών, σου θυμίζει το Νεκρομαντείο και σου έρχεται στο μυαλό εκείνος ο εστιάτορας δίπλα στον Αχέροντα που προσπαθούσε να σου πουλήσει ένα μεταλλικό βρυσάκι απ’ αυτά που έχουν στα χωριά, λέγοντάς σου:

«Σ’ αυτό το βρυσάκι αγαπητέ μου, έπλενε κάθε πρωί το πρόσωπό του ο Καραϊσκάκης αυτοπροσώπως!»
» …αυτοπροσώπως;»
«Βεβαίως!»
«Τι μου λέτε…»
«Μα εδώ έχουμε γνήσια αντικείμενα και όχι απομιμήσεις!»
«Μήπως όμως έχετε και το βρυσάκι του Ανδρούτσου για να τα έχω σε ζευγάρι;»

               

«Εδώ σαχίμπ. Είκοσι λεπτά.»

Επαναλαμβάνει ο Αμπντούλ και εν ριπή οφθαλμού, σε επαναφέρει από τον Αχέροντα στα δυτικά του Καρμούζ.

«Ναι, ναι Αμπντούλ και να με συγχωρείς που αφαιρούμαι, αλλά έχω κι εγώ τα δικά μου.

Εδώ είχες έρθει μαζί της και δεν θα έπρεπε να έρθεις ξανά αφού σου κάνει το μυαλό σου παιχνίδια, αλλά κι εσύ πηγαίνεις γυρεύοντας. Η σκάλα κατεβαίνει μέσα σε ένα πέτρινο πηγάδι, κάτω βλέπεις μόνο σκοτάδι και ο Αμπντούλ λέει ξανά:

«Είκοσι λεπτά.»

Αρχίζεις να κατεβαίνεις για να προλάβεις, αλλά λίγα μέτρα παρακάτω έχεις αρχίσει να μετανιώνεις. Η θερμοκρασία πέφτει σκαλί με το σκαλί που κατεβαίνεις και η ανάσα σου παγώνει μπροστά από τη μύτη σου. Πατάς στο τελευταίο σκαλί, κοιτάς επάνω, θες να φύγεις, αλλά είναι αργά για κάτι τέτοιο. Περνάς ανάμεσα από δύο πέτρινα αγάλματα, μισοί άνθρωποι, μισοί φίδια, και μπαίνεις στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του νεκροταφείου. Ο θάνατος είναι τόσο άδειος που μέχρι και ο χρόνος  είναι απών. Και είναι απών, γιατί κανονικά τώρα, θα έπρεπε να νιώθεις την ανάγκη να κοιτάξεις το ρολόι σου ανησυχώντας μήπως και σε κλειδώσουν μέσα στην Πολιτεία των Νεκρών, αλλά εσύ στέκεσαι εκεί και δεν κάνεις τίποτα. Και σα να μην φτάνει αυτό, έχεις και τον αέρα να μυρίζει μούχλα. Η ανυπομονησία όμως του Αμπντούλ να γυρίσει στο σπίτι του μετά από τη βάρδια του, σε σώζει δίνοντας κίνηση στους δείκτες του χρόνου. Ο δείκτης φτάνει στο δώδεκα, ο Αμπντούλ πεινάει, το κινητό του τηλέφωνο χτυπάει, κάτι λέει στα Αραβικά, το κλείνει και σου κάνει νόημα να ανεβείς.

«Δεν μπορώ να καταλάβω σαχίμπ.»
«Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;»
«Τόσοι τουρίστες έρχεστε να δείτε Πολιτεία Νεκρών. Κανείς δεν πάει πιο μέσα. Όλοι εκεί στα φίδια κοιτάτε. Λένε αίθουσα είναι τεράστια και μπορείς να περπατάς μέρες και να μη φτάνεις στο τέλος. Σούφι λένε Πολιτεία Νεκρών δεν έχει τέλος και αρχή, όπως Αλλάχ.»

Πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις, τη φέρνεις πάλι στο μυαλό σου. Εδώ δεν ήταν που είχε φοβηθεί επειδή έβλεπε διάφορες σκιές να κινούνται στο χώρο; Εδώ ήταν. Εδώ δεν ήταν που είχε κρυφτεί στην αγκαλιά σου φοβισμένη; Εδώ ήταν.

«Εσύ Αμπντούλ έχεις μπει ποτέ στην Πολιτεία των Νεκρών;»
«Εγώ σαχίμπ; Εγώ είμαι φύλακας. Άμα μπω εγώ, ποιος φυλάει εσάς;»

Σωστός ο Αμπντούλ, αλλά εσένα το μυαλό σου έχει πάρει φωτιά. Κάτι σε έσπρωχνε να έρθεις και ήρθες.

«Σαχίμπ…
«Ναι Αμπντούλ…
«Πότε πάει πίσω Αθήνα σαχίμπ;
«Έλεγα προς την άλλη βδομάδα, αλλά θα το συντομεύσω.»
«Σαχίμπ ερωτευμένο ε; Αμπντούλ ξέρει. Αμπντούλ Κατάλαβε.»
«Πρέπει να τη δω Αμπντούλ.»
«Αλλάχ λέει όχι πρέπει. Αλλάχ λέει μόνο άμα θέλει.»

Κοίτα να δεις που θα πάρουμε μαθήματα από το Κοράνι.

«Τι άλλο λέει ο Αλλάχ Αμπντούλ;»
«Ακολούθα ψυχή σου σαχίμπ. Καρδιά σου ακολούθα, ευτυχισμένο να είσαι.»

Αρχίζει να σουρουπώνει, σε δύο ώρες είσαι με την Aegean στην Αθήνα και την παίρνεις τηλέφωνο.

«Το ήξερα πως θα πάρεις. Στο αεροδρόμιο είσαι ακόμα;»
«Ναι αλλά …ήξερες ότι …λείπω; Μα… τι ρωτάω; Αφού εσύ τα ξέρεις όλα…»
«Θα …αργήσεις; Κι αν ναι, πόσο;»
«Τόσο, όσο θα μου πάρει για να βρω ένα καλό μπουκάλι κρασί.»
«Κάντα …δύο κι έλα! Α… και πού  ‘σαι… να μην ξυριστείς. Σε προτιμώ έτσι απόψε!»

© Orfeus