icould
Μπορεί να μη μιλάς, αλλά σίγουρα έχεις όρεξη για κόλπα. Καθόμαστε εδώ στην πολυθρόνα απομονωμένοι, δεν προσπαθούμε να αρνηθούμε κάτι και η φίλη σου κρατάει στο χέρι της τη βροχή, έτσι που αν το ανοίξει θα μας κάνει μούσκεμα. Το δωμάτιο είναι γεμάτο με χιλιάδες κεριά που οι φλόγες τους μοιάζουν με “πυγολαμπίδες που φέγγουν και κεντάνε” [1]   στο σκοτάδι χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος, εκτός από το κλιματιστικό που παρακολουθεί τη φίλη σου να κάνει έρωτα με τον υπολογιστή στο διπλανό δωμάτιο. Μη με ρωτήσεις τίποτα γιατί το ξέρω κι εγώ και το ‘χω παραδεχτεί. Είναι αλήθεια πως θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

Στο διπλανό οικόπεδο που είναι άδειο, κάποια κορίτσια παίζουν τυφλόμυγα και κάποια άλλα μεγαλύτερα γυρίζουν ταινία χαμογελώντας με νόημα καθώς συζητούν για τις ερωτικές περιπέτειες του δραπέτη των φυλακών γελώντας πονηρά. Ο νυχτοφύλακας όμως, τους αναβοσβήνει τον φακό του και ύστερα ανακρίνει τον εαυτό του:

“Λέγε γρήγορα: Ποιος είναι ο τρελός; Εγώ ή οι άλλοι;”

Η φίλη σου είναι κοντά μου και τα λέει όλα μπερδεμένα. Μα δεν έχει κουκούτσι μυαλό; Δείχνει να τα έχει χάσει και να φοβάται όλα όσα βλέπει γύρω της εκτός από το ηλεκτρικό φάντασμα που της λέει πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

Το αγόρι που ήταν κοντά σου δεν ήξερε πού να πάει, αλλά ήθελε να παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Του άρεσε να λέει ότι ζει επικίνδυνα, και να καυχιέται για τη δυστυχία του, αλλά μόλις άκουγε το όνομά σου, μίλαγε για αποχαιρετισμούς και για ανανεώσεις. Δεν ξέρω πώς κατάφερνε να είναι παρών κάθε φορά που ήθελα να μείνουμε μόνοι. Καθόταν στο διάδρομο και έκανε ότι μιλάει στο τηλέφωνο, αλλά εμένα με ενοχλούσε γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και να σου πω πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί. 

Μέσα στα μουσεία δικάζονται οι αιώνες καθώς ο αέρας στέλνει τις φωνές των επισκεπτών από δω κι  από κει, αλλά είμαι βέβαιος ότι η Μόνα Λίζα ανάγκασε με το αινιγματικό της χαμόγελο όλους τους υπόλοιπους πίνακες του μουσείου να φτερνίζονται, εκτός από τον πίνακα εκείνης με τα γένια που βυζαίνει το μωρό της και αντί να φτερνίζεται, τυλίγεται στην αρνητική αύρα της και φωνάζει σε όλους πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.   

Η καθηγήτρια δείχνει να ενδιαφέρεται για μένα και λέει πως όλοι τριγύρω είναι παράσιτα, αλλά γιατί το κάνει αυτό; Επειδή κανένας δεν έχει τα πτυχία της; Τι λογική είναι αυτή; Και εγώ τι να κάνω; Να φυλαχτώ ή να δεχτώ την πρό(σ)κληση; Κοίτα… δεν μπορώ να φυλάγομαι από όλα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και το άλλο. Αν δεν ρισκάρω πώς θα νιώσω ότι ζω; Η μελαχρινή απ’ την άλλη μεριά, λέει πως δεν τη νοιάζει για μένα, αλλά μπορεί να το κάνει επίτηδες για να μην καταλάβω ότι ζηλεύει. Τις προάλλες, παραλίγο να με καρφώσει σε ένα δέντρο με το αμάξι της για να δει με τι τρόπο θα αντιδράσω.

“Μα να με καρφώσεις στο δέντρο για να δεις πώς θα αντιδράσω; Πας καλά;”

Είναι σίγουρο πως δεν πάει καλά και είναι επίσης σίγουρο πως δεν ξέρει ότι κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι, ο βιολιστής παίζει το τραγούδι που λέει πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

[1]: Αναφορά στη στήλη της Ιουλίας Λυμπεροπούλου “Η Πυγολαμπίδα Φέγγει και Κεντά” στο περιοδικό CityMag.