Πάντοτε με γοήτευε η Αλεξάνδρεια, γιατί την ίδρυσε ο Αλέξανδρος που του έχω πολύ μεγάλη συμπάθεια και γιατί ναι, δεν θα με πείραζε καθόλου να έχω γεννηθεί εκεί ως Έλλην εξ Αλεξανδρείας. (!!!)
Όπως όμως παντού σε όλες τις πόλεις του κόσμου, έτσι και εδώ, πέρα από τη βιτρίνα, υπάρχει μια γειτονιά του περιθωρίου, εκεί στα δυτικά του Καρμούζ, που οι πολυκατοικίες είναι εξαθλιωμένες και μια χούφτα ρίχτερ είναι αρκετά για να στείλουν τους κατοίκους των ετοιμόρροπων κτιρίων στην ανυπαρξία και στις ειδήσεις των εννιά. Όλοι στο κάτω-κάτω, δικαιούμαστε 15 λεπτά διασημότητας όπως είπε και ο Andy Warhol, αλλά θα μου πεις τώρα εσύ:
«Και είναι απαραίτητο να εισπράξουν αυτοί οι άνθρωποι τα 15 λεπτά τους βυθισμένοι μέσα στα ερείπια των πολυκατοικιών που μένουν;»
«Πρώτον αγαπητέ μου αναγνώστη, ο Andy δεν διευκρινίζει το πώς ο καθένας μας θα τα εισπράξει, και δεύτερον αστειεύομαι με τη ρήση του.»
Σ’ αυτή λοιπόν τη γειτονιά, οι μπουγάδες ανεμίζουν σε κάθε μπαλκόνι σαν σημαίες και οι τοίχοι ξερνάνε μουχλιασμένους σοβάδες. Τα αγόρια παίζουν μπάλα στους δρόμους ανάμεσα στα παρκαρισμένα σαράβαλα, ένα σπουργίτι προσπαθεί να στριμώξει με το ράμφος του ένα κουκούτσι και οι μανάδες, βγαίνουν στα μπαλκόνια φωνάζοντας το όνομα του γιου τους δυο-τρεις φορές:
«Αχμέέέέέτ, Αχμέέέέέτ, Αχμέέέέτ…»
Και μπαίνουν πάλι μέσα για να αφήσουν τη γυναίκα του πάνω πατώματος να βγει με τη σειρά της και να φωνάξει τον δικό της γιο:
«Ισμαήήήήήλ, Ισμαήήήήήλ, Ισμαήήήήήλ…»
Και μπαίνει και αυτή μέσα για να βγει και η άλλη γυναίκα από κάτω για να φωνάξει τον δικό της γιο:
«Αμπντουλάάάάάχ…»
Μια κοπέλα πιο πέρα στριγκλίζει (ποιος ξέρει γιατί), και δυο άλλες, κοιτάνε τα αγόρια που παίζουν μπάλα. Η τηλεόραση πλασάρει διαφημιστικά μηνύματα, κάποιος κορνάρει και μετά ξαφνικά όλα σωπαίνουν. Ακούγεται μόνο η φωνή του ιμάμη που κοιτάζει προς τη Μέκκα ενώ οι φράσεις από το Κοράνι σου θυμίζουν αμανέδες από τα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας ή της Κοκκινιάς. Οι άντρες διπλώνονται στα τέσσερα και προσεύχονται. Μοιάζουν σα να διαβάζουν μέσα στις παλάμες τους ένα βιβλίο που δεν βλέπεις και γονατίζουν, σηκώνονται, διαβάζουν την επόμενη φράση, γονατίζουν ξανά, ακουμπάνε το κούτελο στην ψάθα και γίνονται ένα με το χώμα. Μα είναι προσευχή αυτή; Εγώ ξέρω ότι η προσευχή σε ανεβάζει. Και στο κάτω-κάτω τι σόι θεός είναι ένας θεός που σε αναγκάζει να γίνεσαι ένα με το χώμα; Πάνω από το κεφάλι τους δεσπόζει μια επιγραφή: «Κομ ελ-Σοκάφα». Είναι η Πολιτεία των Νεκρών. Κάποια στιγμή, η προσευχή τελειώνει, οι άντρες μαζεύουν τις ψάθες τους, εσύ πηγαίνεις στο ταμείο, πληρώνεις, παίρνεις το εισιτήριο και μπαίνεις στην Πολιτεία των Νεκρών.
Δέντρα, γάτες και το μόνο που θυμίζει θάνατο είναι οι πελώριες πέτρινες σαρκοφάγοι. Ούτε κοράκια, ούτε λιβάνι, ούτε σιωπή. Η φασαρία έρχεται από τα αγόρια που με το τέλος της προσευχής, άρχισαν ξανά τη μπάλα και ο ήλιος που τρυπώνει σε κάθε γωνιά, αντανακλάται στα μάρμαρα και σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια σου. Ούτε σκοτάδι, ούτε κρύο, ούτε μοναξιά. Ο φύλακας σηκώνεται από την πολυθρόνα του, κλείνει το τάβλι που έχει μπροστά του, σε πλησιάζει και προσφέρεται να σε ξεναγήσει αγνοώντας τις ευγενικές σου αντιρρήσεις.
«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν είναι απαραίτητο.»
Μπα… Μην το ελπίζεις. Δεν έχει μοναξιά εδώ. Σε αγγίζει στον ώμο για να τον ακολουθήσεις. Σου μιλάει, αλλά εσύ δεν θες να ακούς τα σπαστά ελληνο-αγγλικά του.
«Ντεντ Σίτυ σαχίμπ; Ντεντ Σίτυ;»
«Ε ναι ρε συ, Ντεντ Σίτυ. Για τι άλλο θα έρθει κάποιος εδώ; Για να παίξει τάβλι;»
Πώ, πω… Πώς μου ήρθε στο μυαλό τώρα το τάβλι; (Α ναι… το είχε ο φύλακας). Παιχνίδι μιας άλλης εποχής, ενός άλλου αιώνα, ανατολίτικο, οπισθοδρομικό και παρωχημένο. Ας με συγχωρέσουν όσοι το λατρεύουν, αλλά …δεν θα μπορέσω! Το απεχθάνομαι. Συνεχίζεις με τον φύλακα και δίπλα σε μια σαρκοφάγο, σου παίρνει με το ζόρι τη φωτογραφική μηχανή και σου ζητάει να πάρεις πόζα. Στηρίζεσαι με το χέρι σου στο μονόλιθο που κάποτε σκέπαζε έναν νεκρό και χαμογελάς. Είναι όμως το μέρος αυτό για χαμόγελα; Σου επιστρέφει τη μηχανή και καταλαβαίνεις ότι περιμένει φιλοδώρημα.
«Πώς είναι το όνομά σου αγαπητέ μου;»
«Αμπντούλ σαχίμπ.»
«Λοιπόν Αμπντούλ, είμαι πολύ δυσαρεστημένος.»
«Γιατί σαχίμπ;»
«Αλλιώς την περίμενα την Πολιτεία των Νεκρών.»
«Πολιτεία Νεκρών; Πολιτεία Νεκρών υπόγεια. Εδώ προαύλιος χώρος.»
Καταλαβαίνεις τη γκάφα σου και τι να πεις τώρα; Ούτε τσιγάρο δεν έχεις να του προσφέρεις για να ξεπεράσεις την αμηχανία σου.
«Σμοκ σαχίμπ; Σμοκ;»
Του εξηγείς ότι το ‘κοψες και του ζητάς να σε οδηγήσει. Προχωράει μπροστά λέγοντας κάθε λίγο ότι σε είκοσι λεπτά κλείνουν.
«Είκοσι λεπτά σαχίμπ.»
Σταματάει σε μια καταπακτή.
«Εδώ σαχίμπ.»
Ναι, σίγουρα αυτό μοιάζει πιο πολύ με Πολιτεία Νεκρών, σου θυμίζει το Νεκρομαντείο και σου έρχεται στο μυαλό εκείνος ο εστιάτορας δίπλα στον Αχέροντα που προσπαθούσε να σου πουλήσει ένα μεταλλικό βρυσάκι απ’ αυτά που έχουν στα χωριά, λέγοντάς σου:
«Σ’ αυτό το βρυσάκι αγαπητέ μου, έπλενε κάθε πρωί το πρόσωπό του ο Καραϊσκάκης αυτοπροσώπως!»
» …αυτοπροσώπως;»
«Βεβαίως!»
«Τι μου λέτε…»
«Μα εδώ έχουμε γνήσια αντικείμενα και όχι απομιμήσεις!»
«Μήπως όμως έχετε και το βρυσάκι του Ανδρούτσου για να τα έχω σε ζευγάρι;»
«Εδώ σαχίμπ. Είκοσι λεπτά.»
Επαναλαμβάνει ο Αμπντούλ και εν ριπή οφθαλμού, σε επαναφέρει από τον Αχέροντα στα δυτικά του Καρμούζ.
«Ναι, ναι Αμπντούλ και να με συγχωρείς που αφαιρούμαι, αλλά έχω κι εγώ τα δικά μου.
Εδώ είχες έρθει μαζί της και δεν θα έπρεπε να έρθεις ξανά αφού σου κάνει το μυαλό σου παιχνίδια, αλλά κι εσύ πηγαίνεις γυρεύοντας. Η σκάλα κατεβαίνει μέσα σε ένα πέτρινο πηγάδι, κάτω βλέπεις μόνο σκοτάδι και ο Αμπντούλ λέει ξανά:
«Είκοσι λεπτά.»
Αρχίζεις να κατεβαίνεις για να προλάβεις, αλλά λίγα μέτρα παρακάτω έχεις αρχίσει να μετανιώνεις. Η θερμοκρασία πέφτει σκαλί με το σκαλί που κατεβαίνεις και η ανάσα σου παγώνει μπροστά από τη μύτη σου. Πατάς στο τελευταίο σκαλί, κοιτάς επάνω, θες να φύγεις, αλλά είναι αργά για κάτι τέτοιο. Περνάς ανάμεσα από δύο πέτρινα αγάλματα, μισοί άνθρωποι, μισοί φίδια, και μπαίνεις στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του νεκροταφείου. Ο θάνατος είναι τόσο άδειος που μέχρι και ο χρόνος είναι απών. Και είναι απών, γιατί κανονικά τώρα, θα έπρεπε να νιώθεις την ανάγκη να κοιτάξεις το ρολόι σου ανησυχώντας μήπως και σε κλειδώσουν μέσα στην Πολιτεία των Νεκρών, αλλά εσύ στέκεσαι εκεί και δεν κάνεις τίποτα. Και σα να μην φτάνει αυτό, έχεις και τον αέρα να μυρίζει μούχλα. Η ανυπομονησία όμως του Αμπντούλ να γυρίσει στο σπίτι του μετά από τη βάρδια του, σε σώζει δίνοντας κίνηση στους δείκτες του χρόνου. Ο δείκτης φτάνει στο δώδεκα, ο Αμπντούλ πεινάει, το κινητό του τηλέφωνο χτυπάει, κάτι λέει στα Αραβικά, το κλείνει και σου κάνει νόημα να ανεβείς.
«Δεν μπορώ να καταλάβω σαχίμπ.»
«Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;»
«Τόσοι τουρίστες έρχεστε να δείτε Πολιτεία Νεκρών. Κανείς δεν πάει πιο μέσα. Όλοι εκεί στα φίδια κοιτάτε. Λένε αίθουσα είναι τεράστια και μπορείς να περπατάς μέρες και να μη φτάνεις στο τέλος. Σούφι λένε Πολιτεία Νεκρών δεν έχει τέλος και αρχή, όπως Αλλάχ.»
Πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις, τη φέρνεις πάλι στο μυαλό σου. Εδώ δεν ήταν που είχε φοβηθεί επειδή έβλεπε διάφορες σκιές να κινούνται στο χώρο; Εδώ ήταν. Εδώ δεν ήταν που είχε κρυφτεί στην αγκαλιά σου φοβισμένη; Εδώ ήταν.
«Εσύ Αμπντούλ έχεις μπει ποτέ στην Πολιτεία των Νεκρών;»
«Εγώ σαχίμπ; Εγώ είμαι φύλακας. Άμα μπω εγώ, ποιος φυλάει εσάς;»
Σωστός ο Αμπντούλ, αλλά εσένα το μυαλό σου έχει πάρει φωτιά. Κάτι σε έσπρωχνε να έρθεις και ήρθες.
«Σαχίμπ…
«Ναι Αμπντούλ…
«Πότε πάει πίσω Αθήνα σαχίμπ;
«Έλεγα προς την άλλη βδομάδα, αλλά θα το συντομεύσω.»
«Σαχίμπ ερωτευμένο ε; Αμπντούλ ξέρει. Αμπντούλ Κατάλαβε.»
«Πρέπει να τη δω Αμπντούλ.»
«Αλλάχ λέει όχι πρέπει. Αλλάχ λέει μόνο άμα θέλει.»
Κοίτα να δεις που θα πάρουμε μαθήματα από το Κοράνι.
«Τι άλλο λέει ο Αλλάχ Αμπντούλ;»
«Ακολούθα ψυχή σου σαχίμπ. Καρδιά σου ακολούθα, ευτυχισμένο να είσαι.»
Αρχίζει να σουρουπώνει, σε δύο ώρες είσαι με την Aegean στην Αθήνα και την παίρνεις τηλέφωνο.
«Το ήξερα πως θα πάρεις. Στο αεροδρόμιο είσαι ακόμα;»
«Ναι αλλά …ήξερες ότι …λείπω; Μα… τι ρωτάω; Αφού εσύ τα ξέρεις όλα…»
«Θα …αργήσεις; Κι αν ναι, πόσο;»
«Τόσο, όσο θα μου πάρει για να βρω ένα καλό μπουκάλι κρασί.»
«Κάντα …δύο κι έλα! Α… και πού ‘σαι… να μην ξυριστείς. Σε προτιμώ έτσι απόψε!»
© Orfeus