Posts Tagged ‘Κουκούτσι’


icould
Μπορεί να μη μιλάς, αλλά σίγουρα έχεις όρεξη για κόλπα. Καθόμαστε εδώ στην πολυθρόνα απομονωμένοι, δεν προσπαθούμε να αρνηθούμε κάτι και η φίλη σου κρατάει στο χέρι της τη βροχή, έτσι που αν το ανοίξει θα μας κάνει μούσκεμα. Το δωμάτιο είναι γεμάτο με χιλιάδες κεριά που οι φλόγες τους μοιάζουν με “πυγολαμπίδες που φέγγουν και κεντάνε” [1]   στο σκοτάδι χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος, εκτός από το κλιματιστικό που παρακολουθεί τη φίλη σου να κάνει έρωτα με τον υπολογιστή στο διπλανό δωμάτιο. Μη με ρωτήσεις τίποτα γιατί το ξέρω κι εγώ και το ‘χω παραδεχτεί. Είναι αλήθεια πως θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

Στο διπλανό οικόπεδο που είναι άδειο, κάποια κορίτσια παίζουν τυφλόμυγα και κάποια άλλα μεγαλύτερα γυρίζουν ταινία χαμογελώντας με νόημα καθώς συζητούν για τις ερωτικές περιπέτειες του δραπέτη των φυλακών γελώντας πονηρά. Ο νυχτοφύλακας όμως, τους αναβοσβήνει τον φακό του και ύστερα ανακρίνει τον εαυτό του:

“Λέγε γρήγορα: Ποιος είναι ο τρελός; Εγώ ή οι άλλοι;”

Η φίλη σου είναι κοντά μου και τα λέει όλα μπερδεμένα. Μα δεν έχει κουκούτσι μυαλό; Δείχνει να τα έχει χάσει και να φοβάται όλα όσα βλέπει γύρω της εκτός από το ηλεκτρικό φάντασμα που της λέει πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

Το αγόρι που ήταν κοντά σου δεν ήξερε πού να πάει, αλλά ήθελε να παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Του άρεσε να λέει ότι ζει επικίνδυνα, και να καυχιέται για τη δυστυχία του, αλλά μόλις άκουγε το όνομά σου, μίλαγε για αποχαιρετισμούς και για ανανεώσεις. Δεν ξέρω πώς κατάφερνε να είναι παρών κάθε φορά που ήθελα να μείνουμε μόνοι. Καθόταν στο διάδρομο και έκανε ότι μιλάει στο τηλέφωνο, αλλά εμένα με ενοχλούσε γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και να σου πω πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί. 

Μέσα στα μουσεία δικάζονται οι αιώνες καθώς ο αέρας στέλνει τις φωνές των επισκεπτών από δω κι  από κει, αλλά είμαι βέβαιος ότι η Μόνα Λίζα ανάγκασε με το αινιγματικό της χαμόγελο όλους τους υπόλοιπους πίνακες του μουσείου να φτερνίζονται, εκτός από τον πίνακα εκείνης με τα γένια που βυζαίνει το μωρό της και αντί να φτερνίζεται, τυλίγεται στην αρνητική αύρα της και φωνάζει σε όλους πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.   

Η καθηγήτρια δείχνει να ενδιαφέρεται για μένα και λέει πως όλοι τριγύρω είναι παράσιτα, αλλά γιατί το κάνει αυτό; Επειδή κανένας δεν έχει τα πτυχία της; Τι λογική είναι αυτή; Και εγώ τι να κάνω; Να φυλαχτώ ή να δεχτώ την πρό(σ)κληση; Κοίτα… δεν μπορώ να φυλάγομαι από όλα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και το άλλο. Αν δεν ρισκάρω πώς θα νιώσω ότι ζω; Η μελαχρινή απ’ την άλλη μεριά, λέει πως δεν τη νοιάζει για μένα, αλλά μπορεί να το κάνει επίτηδες για να μην καταλάβω ότι ζηλεύει. Τις προάλλες, παραλίγο να με καρφώσει σε ένα δέντρο με το αμάξι της για να δει με τι τρόπο θα αντιδράσω.

“Μα να με καρφώσεις στο δέντρο για να δεις πώς θα αντιδράσω; Πας καλά;”

Είναι σίγουρο πως δεν πάει καλά και είναι επίσης σίγουρο πως δεν ξέρει ότι κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι, ο βιολιστής παίζει το τραγούδι που λέει πως είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να σε έχω ερωτευτεί.

[1]: Αναφορά στη στήλη της Ιουλίας Λυμπεροπούλου “Η Πυγολαμπίδα Φέγγει και Κεντά” στο περιοδικό CityMag. 


athens-night-yellow
Στη Μάνη που συνήθιζα να πηγαίνω για διακοπές κάθε χρόνο, έχω να πάω από το καλοκαίρι του 2012. Κι αυτό επειδή η είσοδος της συγγραφής στη ζωή μου, μου ανέτρεψε αυτό το δεδομένο. Οι διακοπές μου βλέπεις τώρα, όχι μόνο άλλαξαν εποχή και έγιναν χειμερινές, αλλά κρατάνε και κάνα τρίμηνο περίπου. Ε ναι… Άρα, το να αποφασίσω ότι ούτε φέτος το καλοκαίρι θα πάω κάπου και να μείνω στην Αθήνα, αφού υποτίθεται ότι τον Δεκέμβριο θα ξεκινήσει η περιοδεία του καινούργιου μου βιβλίου, είναι μία σοφή κίνηση. Ε ναι… Δεν έχω την πολυτέλεια να κάνω ΚΑΙ χειμερινές αλλά ΚΑΙ καλοκαιρινές διακοπές. Όταν θα κερδίσω το νόμπελ της Λογοτεχνίας, και γίνω διάσημος και τα οικονομήσω, ε τότε αγάπη μου, θα σε πηγαίνω για διακοπές στη Μαγιόρκα. Έπειτα… για κάτσε να το σκεφτούμε και να το φιλοσοφήσουμε το πράγμα. Τι θα πει “κάνω διακοπές”; Κάνω διακοπές θα πει ότι διακόπτω κάτι. Ε εγώ δεν θέλω ρε παιδί μου να διακόψω. Απλό δεν είναι;

Καταρχήν δεν θέλω να παραπονιέσαι, γιατί εγώ ότι κάνω, το κάνω για σένα. Εσένα σκέφτομαι, τη δική σου τη ζωή θέλω να διευκολύνω και κοίτα να δεις για ποιο λόγο είναι σοφή κίνηση το να μείνουμε τον Αύγουστο στην Αθήνα και πώς έχει το πράγμα.

Η πόλη θα είναι σχεδόν άδεια και η διαδρομή από την Κηφισιά μέχρι την παραλιακή δεν θα είναι παραπάνω από είκοσι λεπτά. Βέβαια εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με την Κηφισιά, αλλά λέμε τώρα… Το παρκάρισμα, που εσύ έχεις λίγο πρόβλημα σ’ αυτό (ε καλά ρε μωρό μου, μη νευριάζεις…), θα γίνεται και με κλειστά τα μάτια. Στα μαγαζιά θα βρίσκουμε σχεδόν πάντα το καλύτερο τραπέζι και η εξυπηρέτηση θα γίνεται σε χρόνο μηδέν. Οι παραλίες θα έχουν ελάχιστο κόσμο και το βράδυ η πόλη θα είναι ονειρική. Η Ποσειδώνος θα αποτελεί ιδανική επιλογή εξόδου, στα θερινά σινεμά δεν θα υπάρχει ουρά και πρέπει να παραδεχτείς ότι όλες αυτές τις ημέρες του Αυγούστου, θα είσαι πιο χαρούμενη γι αυτό σου λέω, ότι εγώ για σένα το κάνω και πρέπει αγάπη μου να το απολαύσεις, γιατί δεν θα κρατήσει πολύ.  Έλα να τα πάρουμε με τη σειρά για να το δεις και μόνη σου:

Το Πρωί: Θα πηγαίνουμε φυσικά για μπάνιο! Εντάξει εγώ θα σε βλέπω και θα σε προσέχω και θα καμαρώνω το φιδίσιο σου κορμί από το beach bar που θα πίνω τη μπύρα μου. Εσύ όμως, μπορείς να απολαμβάνεις το μπάνιο σου για όση ώρα θέλεις και όταν θα βγαίνεις, θα έχω φροντίσει να σε περιμένει η καλύτερη πολυθρόνα-ξαπλώστρα. Όσο για την ηλιοθεραπεία σου, θα έχω κανονίσει να σε περιποιούνται με τον καλύτερο τρόπο για να μην μπερδεύομαι εγώ με τα λάδια και γίνεται ότι έγινε πέρσι που μου γλίστρησε το ποτήρι με τη μπύρα και κατέληξε στο κεφάλι του μπάρμαν που εκείνη την ώρα είχε σκύψει.

Το Μεσημέρι: Το μεσημέρι, θα πηγαίνουμε για φαγητό και σου είπα. Όλα τα μαγαζιά θα είναι σχεδόν άδεια, η εξυπηρέτηση θα είναι ταχύτατη και θα μπορούμε να πηγαίνουμε όπου θέλεις. Από το Σούνιο μέχρι τον Ωρωπό για να σε δροσίζει και ο θαλασσινός αέρας. Απλά θα διαλέγεις και θα μου λες: “Ορφέα μου θέλω αυτό”, ή “Ορφέα μου θέλω εκείνο”.

Το Απόγευμα: Όταν ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, η πόλη αγάπη μου βάφεται με τα πιο γλυκά χρώματα και δεν θα χορταίνεις να είσαι εκεί έξω και να γίνεσαι ένα με αυτά. Αν θέλουμε βόλτα με θέα τη θάλασσα θα πηγαίνουμε στη Μαρίνα του Φλοίσβου. Όπως σου είπα και πριν, θα παρκάρεις άνετα, και μετά θα περπατάμε κατά μήκος των πολυτελέστατων σκαφών και θα αναρωτιόμαστε πόσα θα είναι τα δικά μας όταν θα γίνω διάσημος. Θα παίρνουμε στο χέρι ένα παγωτό ξυλάκι και αν έχουμε διάθεση θα κοιτάμε στο Cine Φλοίσβος μήπως παίζει κάτι καλό. Ωραία βόλτα, μπορούμε να κάνουμε και στη Βουλιαγμένη, ή αν προτιμάς πιο μακρινή, στο Σούνιο για να βλέπουμε το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα της Αττικής, αγκαλιασμένοι κάτω από ένα δέντρο. Αν τώρα εσύ προτιμάς βόλτα στην πόλη, θα παίρνουμε το μετρό, θα κατεβαίνουμε στην Ακρόπολη και θα καθόμαστε για καφέ στη μεγάλη βεράντα κάτω ακριβώς από τον Παρθενώνα. Εναλλακτικά, μπορούμε να κάνουμε βόλτα στα στενά της Πλάκας, να περνάμε μέσα από το Μοναστηράκι, να ανεβαίνουμε την Ερμού που σου αρέσει να κοιτάς τις βιτρίνες και να μου λες τι δώρο θέλεις να σου αγοράσω στα γενέθλιά σου, και κατεβαίνοντας μετά για του Ψυρρή, να περνάμε από την Αθηνάς για να κοιτάζω κι εγώ τις βιτρίνες με τα εργαλεία μήπως χρειάζομαι να αγοράσω κι εγώ βρε μωρό μου κανένα ηλεκτρικό κατσαβίδι ή καμιά πένσα.

Το Βράδυ: Το βράδυ αγάπη μου η πόλη ντύνεται στα πιο λαμπερά της χρώματα και ανοίγει τη μεγάλη της αγκαλιά.  Μην πιστέψεις όμως ούτε για μια στιγμή ότι είναι μεγαλύτερη από τη δικιά μου αγκαλιά, γιατί μεγαλύτερη από τη δικιά μου δεν θα βρεις και αυτό σου το υπογράφω. Το βράδυ λοιπόν, μπορούμε να πηγαίνουμε στο θέατρο. Θα κοιτάζω τις παραστάσεις, και από τους φίλους μου τους ηθοποιούς, θα μπορώ να εξασφαλίζω προσκλήσεις για όποια παράσταση μας ενδιαφέρει, ακόμα και από το τηλέφωνο. Μπορούμε επίσης να πηγαίνουμε για φαγητό αλλά εάν το προτιμάς, ακόμα και για ξέφρενο clubbing μέχρι το πρωί. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να ξεκινάμε από τα αγαπημένα μας μικρά ταβερνάκια των Εξαρχείων, του Θησείου ή των Πετραλώνων, αλλά αν θέλεις κάτι διαφορετικό, μπορούμε άνετα να πηγαίνουμε προς την παραλιακή ή και προς το Γκάζι εναλλακτικά. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, θα σου ορκίζομαι αιώνια πίστη και θα σε κερνάω ένα σουβλάκι με διπλή πίτα, τζατζίκι και κρεμμύδια, ενώ τα νυχτολούλουδα θα αρωματίζουν την αγάπη μας.

Τα Ξημερώματα: Βέβαια, ξέρεις πολύ καλά πως αφού όλα αυτά τα κάνω για σένα, είναι πολύ φυσικό να θέλω να μου κάνεις το χατίρι και να κλείνουμε τις βραδιές μας με κάτι δικό μου.  Έτσι αγάπη μου, θα μου επιτρέψεις να καταλήγουμε για after κλασικά κάθε φορά στο Blue Note όπου ο Σωτήρης θα μας φέρνει τα ποτά μας χωρίς να χρειάζεται να του τα παραγγέλνουμε αφού μας ξέρει. Να θυμάσαι όμως να φτύνεις το κουκούτσι  από την ελιά που σου βάζει στο μαρτίνι στην παλάμη σου και όχι όπου βρεις, γιατί τις προάλλες κόντευες να βγάλεις το μάτι του ανθρώπου που καθόταν απέναντι.

Ε μετά από μια τέτοια κουραστική ημέρα θα χρειάζεται οπωσδήποτε να    κοιμηθούμε, γιατί την άλλη μέρα το πρωί πώς θα ξυπνήσουμε για να κάνουμε πάάάάάάάλι τα ίδια;

© Orfeus

 


beni-hasan-tomb-1200x787
Πάντοτε με γοήτευε η Αλεξάνδρεια, γιατί την ίδρυσε ο Αλέξανδρος που του έχω πολύ μεγάλη συμπάθεια και γιατί ναι, δεν θα με πείραζε καθόλου να έχω γεννηθεί εκεί ως Έλλην εξ Αλεξανδρείας. (!!!)
Όπως όμως παντού σε όλες τις πόλεις του κόσμου, έτσι και εδώ, πέρα από τη βιτρίνα, υπάρχει μια γειτονιά του περιθωρίου, εκεί στα δυτικά του Καρμούζ, που οι πολυκατοικίες είναι εξαθλιωμένες και μια χούφτα ρίχτερ είναι αρκετά για να στείλουν τους κατοίκους των ετοιμόρροπων κτιρίων στην ανυπαρξία και στις ειδήσεις των εννιά. Όλοι στο κάτω-κάτω, δικαιούμαστε 15 λεπτά διασημότητας όπως είπε και ο Andy Warhol, αλλά θα μου πεις τώρα εσύ:

«Και είναι απαραίτητο να εισπράξουν αυτοί οι άνθρωποι τα 15 λεπτά τους βυθισμένοι μέσα στα ερείπια των πολυκατοικιών που μένουν;»
«Πρώτον αγαπητέ μου αναγνώστη, ο Andy δεν διευκρινίζει το πώς ο καθένας μας θα τα εισπράξει, και δεύτερον αστειεύομαι με τη ρήση του.»

Σ’ αυτή λοιπόν τη γειτονιά, οι μπουγάδες ανεμίζουν σε κάθε μπαλκόνι σαν σημαίες και οι τοίχοι ξερνάνε μουχλιασμένους σοβάδες. Τα αγόρια παίζουν μπάλα στους δρόμους ανάμεσα στα παρκαρισμένα σαράβαλα, ένα σπουργίτι προσπαθεί να στριμώξει με το ράμφος του ένα κουκούτσι και οι μανάδες, βγαίνουν στα μπαλκόνια φωνάζοντας το όνομα του γιου τους δυο-τρεις φορές:

«Αχμέέέέέτ, Αχμέέέέέτ, Αχμέέέέτ…»

Και μπαίνουν πάλι μέσα για να αφήσουν τη γυναίκα του πάνω πατώματος να βγει με τη σειρά της και να φωνάξει τον δικό της γιο:

«Ισμαήήήήήλ, Ισμαήήήήήλ, Ισμαήήήήήλ…»

Και μπαίνει και αυτή μέσα για να βγει και η άλλη γυναίκα από κάτω για να φωνάξει τον δικό της γιο:

«Αμπντουλάάάάάχ…»

Μια κοπέλα πιο πέρα στριγκλίζει (ποιος ξέρει γιατί), και δυο άλλες, κοιτάνε τα αγόρια που παίζουν μπάλα. Η τηλεόραση πλασάρει διαφημιστικά μηνύματα, κάποιος κορνάρει και μετά ξαφνικά όλα σωπαίνουν. Ακούγεται μόνο η φωνή του ιμάμη που κοιτάζει προς τη Μέκκα ενώ οι φράσεις από το Κοράνι σου θυμίζουν αμανέδες από τα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας ή της Κοκκινιάς. Οι άντρες διπλώνονται στα τέσσερα και προσεύχονται. Μοιάζουν σα να διαβάζουν μέσα στις παλάμες τους ένα βιβλίο που δεν βλέπεις και γονατίζουν, σηκώνονται, διαβάζουν την επόμενη φράση, γονατίζουν ξανά, ακουμπάνε το κούτελο στην ψάθα και γίνονται ένα με το χώμα. Μα είναι προσευχή αυτή; Εγώ ξέρω ότι η προσευχή σε ανεβάζει. Και στο κάτω-κάτω τι σόι θεός είναι ένας θεός που σε αναγκάζει να γίνεσαι ένα με το χώμα; Πάνω από το κεφάλι τους δεσπόζει μια επιγραφή: «Κομ ελ-Σοκάφα». Είναι η Πολιτεία των Νεκρών. Κάποια στιγμή, η προσευχή τελειώνει, οι άντρες μαζεύουν τις ψάθες τους, εσύ πηγαίνεις στο ταμείο, πληρώνεις, παίρνεις το εισιτήριο και μπαίνεις στην Πολιτεία των Νεκρών.

Δέντρα, γάτες και το μόνο που θυμίζει θάνατο είναι οι πελώριες πέτρινες σαρκοφάγοι. Ούτε κοράκια, ούτε λιβάνι, ούτε σιωπή. Η φασαρία έρχεται από τα αγόρια που με το τέλος της προσευχής, άρχισαν ξανά τη μπάλα και ο ήλιος που τρυπώνει σε κάθε γωνιά, αντανακλάται στα μάρμαρα και σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια σου. Ούτε σκοτάδι, ούτε κρύο, ούτε μοναξιά. Ο φύλακας σηκώνεται από την πολυθρόνα του, κλείνει το τάβλι που έχει μπροστά του, σε πλησιάζει και προσφέρεται να σε ξεναγήσει αγνοώντας τις ευγενικές σου αντιρρήσεις.

«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν είναι απαραίτητο.»

Μπα… Μην το ελπίζεις. Δεν έχει μοναξιά εδώ. Σε αγγίζει στον ώμο για να τον ακολουθήσεις. Σου μιλάει, αλλά εσύ δεν θες να ακούς τα σπαστά ελληνο-αγγλικά του.

«Ντεντ Σίτυ σαχίμπ; Ντεντ Σίτυ;»
«Ε ναι ρε συ, Ντεντ Σίτυ. Για τι άλλο θα έρθει κάποιος εδώ; Για να παίξει τάβλι;»

Πώ, πω… Πώς μου ήρθε στο μυαλό τώρα το τάβλι; (Α ναι… το είχε ο φύλακας). Παιχνίδι μιας άλλης εποχής, ενός άλλου αιώνα, ανατολίτικο, οπισθοδρομικό και παρωχημένο. Ας με συγχωρέσουν όσοι το λατρεύουν, αλλά …δεν θα μπορέσω! Το απεχθάνομαι. Συνεχίζεις με τον φύλακα και δίπλα σε μια σαρκοφάγο, σου παίρνει με το ζόρι τη φωτογραφική μηχανή και σου ζητάει να πάρεις πόζα. Στηρίζεσαι με το χέρι σου στο μονόλιθο που κάποτε σκέπαζε έναν νεκρό και χαμογελάς. Είναι όμως το μέρος αυτό για χαμόγελα;  Σου επιστρέφει τη μηχανή και καταλαβαίνεις ότι περιμένει φιλοδώρημα.

«Πώς είναι το όνομά σου αγαπητέ μου;»
«Αμπντούλ σαχίμπ.»
«Λοιπόν Αμπντούλ, είμαι πολύ δυσαρεστημένος.»
«Γιατί σαχίμπ;»
«Αλλιώς την περίμενα την Πολιτεία των Νεκρών.»
«Πολιτεία Νεκρών; Πολιτεία Νεκρών υπόγεια. Εδώ προαύλιος χώρος.»

Καταλαβαίνεις τη γκάφα σου και τι να πεις τώρα; Ούτε τσιγάρο δεν έχεις να του προσφέρεις για να ξεπεράσεις την αμηχανία σου.

«Σμοκ σαχίμπ; Σμοκ;»

Του εξηγείς ότι το ‘κοψες και του ζητάς να σε οδηγήσει. Προχωράει μπροστά λέγοντας κάθε λίγο ότι σε είκοσι λεπτά κλείνουν.

«Είκοσι λεπτά σαχίμπ.»

Σταματάει σε μια καταπακτή.

«Εδώ σαχίμπ.»

Ναι, σίγουρα αυτό μοιάζει πιο πολύ με Πολιτεία Νεκρών, σου θυμίζει το Νεκρομαντείο και σου έρχεται στο μυαλό εκείνος ο εστιάτορας δίπλα στον Αχέροντα που προσπαθούσε να σου πουλήσει ένα μεταλλικό βρυσάκι απ’ αυτά που έχουν στα χωριά, λέγοντάς σου:

«Σ’ αυτό το βρυσάκι αγαπητέ μου, έπλενε κάθε πρωί το πρόσωπό του ο Καραϊσκάκης αυτοπροσώπως!»
» …αυτοπροσώπως;»
«Βεβαίως!»
«Τι μου λέτε…»
«Μα εδώ έχουμε γνήσια αντικείμενα και όχι απομιμήσεις!»
«Μήπως όμως έχετε και το βρυσάκι του Ανδρούτσου για να τα έχω σε ζευγάρι;»

               

«Εδώ σαχίμπ. Είκοσι λεπτά.»

Επαναλαμβάνει ο Αμπντούλ και εν ριπή οφθαλμού, σε επαναφέρει από τον Αχέροντα στα δυτικά του Καρμούζ.

«Ναι, ναι Αμπντούλ και να με συγχωρείς που αφαιρούμαι, αλλά έχω κι εγώ τα δικά μου.

Εδώ είχες έρθει μαζί της και δεν θα έπρεπε να έρθεις ξανά αφού σου κάνει το μυαλό σου παιχνίδια, αλλά κι εσύ πηγαίνεις γυρεύοντας. Η σκάλα κατεβαίνει μέσα σε ένα πέτρινο πηγάδι, κάτω βλέπεις μόνο σκοτάδι και ο Αμπντούλ λέει ξανά:

«Είκοσι λεπτά.»

Αρχίζεις να κατεβαίνεις για να προλάβεις, αλλά λίγα μέτρα παρακάτω έχεις αρχίσει να μετανιώνεις. Η θερμοκρασία πέφτει σκαλί με το σκαλί που κατεβαίνεις και η ανάσα σου παγώνει μπροστά από τη μύτη σου. Πατάς στο τελευταίο σκαλί, κοιτάς επάνω, θες να φύγεις, αλλά είναι αργά για κάτι τέτοιο. Περνάς ανάμεσα από δύο πέτρινα αγάλματα, μισοί άνθρωποι, μισοί φίδια, και μπαίνεις στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του νεκροταφείου. Ο θάνατος είναι τόσο άδειος που μέχρι και ο χρόνος  είναι απών. Και είναι απών, γιατί κανονικά τώρα, θα έπρεπε να νιώθεις την ανάγκη να κοιτάξεις το ρολόι σου ανησυχώντας μήπως και σε κλειδώσουν μέσα στην Πολιτεία των Νεκρών, αλλά εσύ στέκεσαι εκεί και δεν κάνεις τίποτα. Και σα να μην φτάνει αυτό, έχεις και τον αέρα να μυρίζει μούχλα. Η ανυπομονησία όμως του Αμπντούλ να γυρίσει στο σπίτι του μετά από τη βάρδια του, σε σώζει δίνοντας κίνηση στους δείκτες του χρόνου. Ο δείκτης φτάνει στο δώδεκα, ο Αμπντούλ πεινάει, το κινητό του τηλέφωνο χτυπάει, κάτι λέει στα Αραβικά, το κλείνει και σου κάνει νόημα να ανεβείς.

«Δεν μπορώ να καταλάβω σαχίμπ.»
«Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;»
«Τόσοι τουρίστες έρχεστε να δείτε Πολιτεία Νεκρών. Κανείς δεν πάει πιο μέσα. Όλοι εκεί στα φίδια κοιτάτε. Λένε αίθουσα είναι τεράστια και μπορείς να περπατάς μέρες και να μη φτάνεις στο τέλος. Σούφι λένε Πολιτεία Νεκρών δεν έχει τέλος και αρχή, όπως Αλλάχ.»

Πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις, τη φέρνεις πάλι στο μυαλό σου. Εδώ δεν ήταν που είχε φοβηθεί επειδή έβλεπε διάφορες σκιές να κινούνται στο χώρο; Εδώ ήταν. Εδώ δεν ήταν που είχε κρυφτεί στην αγκαλιά σου φοβισμένη; Εδώ ήταν.

«Εσύ Αμπντούλ έχεις μπει ποτέ στην Πολιτεία των Νεκρών;»
«Εγώ σαχίμπ; Εγώ είμαι φύλακας. Άμα μπω εγώ, ποιος φυλάει εσάς;»

Σωστός ο Αμπντούλ, αλλά εσένα το μυαλό σου έχει πάρει φωτιά. Κάτι σε έσπρωχνε να έρθεις και ήρθες.

«Σαχίμπ…
«Ναι Αμπντούλ…
«Πότε πάει πίσω Αθήνα σαχίμπ;
«Έλεγα προς την άλλη βδομάδα, αλλά θα το συντομεύσω.»
«Σαχίμπ ερωτευμένο ε; Αμπντούλ ξέρει. Αμπντούλ Κατάλαβε.»
«Πρέπει να τη δω Αμπντούλ.»
«Αλλάχ λέει όχι πρέπει. Αλλάχ λέει μόνο άμα θέλει.»

Κοίτα να δεις που θα πάρουμε μαθήματα από το Κοράνι.

«Τι άλλο λέει ο Αλλάχ Αμπντούλ;»
«Ακολούθα ψυχή σου σαχίμπ. Καρδιά σου ακολούθα, ευτυχισμένο να είσαι.»

Αρχίζει να σουρουπώνει, σε δύο ώρες είσαι με την Aegean στην Αθήνα και την παίρνεις τηλέφωνο.

«Το ήξερα πως θα πάρεις. Στο αεροδρόμιο είσαι ακόμα;»
«Ναι αλλά …ήξερες ότι …λείπω; Μα… τι ρωτάω; Αφού εσύ τα ξέρεις όλα…»
«Θα …αργήσεις; Κι αν ναι, πόσο;»
«Τόσο, όσο θα μου πάρει για να βρω ένα καλό μπουκάλι κρασί.»
«Κάντα …δύο κι έλα! Α… και πού  ‘σαι… να μην ξυριστείς. Σε προτιμώ έτσι απόψε!»

© Orfeus